Kategoria:Język nowogrecki - rzeczowniki rodzaju żeńskiego
Indeks: |
Strony w kategorii „Język nowogrecki - rzeczowniki rodzaju żeńskiego”
Poniżej wyświetlono 200 spośród wszystkich 3684 stron tej kategorii.
(poprzednia strona) (następna strona)Φ
- φαβορίτα
- φαινόλη
- φαινομενολογία
- φαινυλαλανίνη
- φακή
- φακίδα
- φάλαινα
- φάλαινα φυσητήρας
- φαλαινοθηρία
- φαλαρίδα
- φαμίλια
- φάμπρικα
- φανέλα
- φαντασία
- φαρέτρα
- φαρμακευτική
- φαρμακοθεραπεία
- φαρμακολογία
- φαρμακοποιός
- φάρσα
- φασαρία
- φάση
- φασκομηλιά
- φασολιά
- Φαυστίνα
- φελλόδρυς
- φελούκα
- φεμινίστρια
- Φερόες
- φέτα
- φήμη
- φθινοπωρινή ισημερία
- φιάλη
- Φιλανδέζα
- Φιλανδή
- Φιλανδία
- φιλανθρωπία
- φιλαρέσκεια
- φιλία
- φιλιέρα
- Φιλιππίνες
- Φιλλανδία
- φιλοδοξία
- φιλολογία
- φιλόλογος
- φιλοξενία
- φιλοσοφία
- φιλόσοφος
- φίμωση
- Φινλανδία
- Φιτζιανή
- φλέβα
- φλεβική πίεση
- φλεγμονή
- φλεγομένη βάτος
- Φλόριντα
- Φλωρεντία
- φοβέρα
- φοβία
- Φοινίκη
- Φοίνισσα
- φοιτητική εστία
- φοιτήτρια
- φόνισσα
- φορά
- φοράδα
- φόρμα
- φορολογία επί των κεφαλαιακών κερδών
- φορολογική δήλωση
- φουρνάρισσα
- φουρτούνα
- φούστα
- φούστα κλος
- φραγκόκοτα
- φραντζόλα
- φράξια
- φράουλα
- φράση
- φρίκη
- φροντίδα
- Φρόσω
- φρουκτόζη
- Φρυγία
- Φρύγισσα
- φτελιά
- φτέρη
- φτέρνα
- φτώχεια
- φτωχοποίηση
- φυλακή
- φυλή
- φυσαρμόνικα
- φύση
- φύσιγγα
- φυσιγγιοθήκη
- φυσική
- φυσική αγωγή
- φυσικός
- φυσιολογία
- φυτεία
- φυτογεωγραφία
- φυτογραφία
- φυτολογία
- φυτοπαθολογία
- φώκια
- φωλιά
- φωλιά πολυβόλου
- φωνή
- φωνή βοώντος εν τη ερήμω
- φωνητικές χορδές
- φωνητική
- φωνητική χορδή
- φωνολογία
- Φωτεινή
- φωτιά
- φωτοαποτρίχωση
- φωτογραφία
- φωτογραφίδα
- φωτογραφική μηχανή
- φωτογράφος
- φωτοσύνθεση
- φωτοφοβία
Χ
- Χαβάη
- Χαιρώνεια
- χαίτη
- χάκερ
- Χαλκιδική
- χαλκοκουρούνα
- χαμοκερασιά
- χαντμπολίστρια
- χαρά
- χαράδρα
- χαρτογραφία
- χαρτογράφος
- χαρτοπετσετοθήκη
- χασμωδία
- χειμερία νάρκη
- χειροσφαίριση
- χειρουργική
- χειρουργός
- χειρούργος
- χελώνα
- χένα
- χερσόνησος
- χηλή
- χημεία
- χημειοθεραπεία
- χημική ένωση
- χημικός
- χήνα
- χήρα
- χηρεία
- Χιλή
- χιλιάδα
- χιλιετηρίδα
- χιλιετία
- χίμαιρα
- Χίμαιρα
- Χιονάτη
- χιονοθύελλα
- χιονόμπαλα
- χιονονιφάδα
- χιονόπαπια
- χιονοστιβάδα
- Χίος
- χλωρεξιδίνη
- χλωρίδα
- χλωροφύλλη
- χολέρα
- χολή
- χοληδόχος κύστη
- χορδή
- χορεύτρια
- χορογραφία
- χορογράφος
- χορτοφαγία
- χορτοφάγος
- χορωδία
- χορωδός
- χουρμαδιά
- χρηματαγορά
- Χριστίνα
- χροιά
- χρονιά
- χρυσή
- χρυσοχοΐα
- χρωμόσφαιρα
- χτένα
- χυδαιολογία
- χύτρα
- χύτρα ταχύτητας
- χώρα
- Χώρα των Βάσκων
- χωριάτικη σαλάτα
- χωρογραφία
- χωροφυλακή