Kategoria:Język nowogrecki - rzeczowniki rodzaju żeńskiego
Indeks: |
Strony w kategorii „Język nowogrecki - rzeczowniki rodzaju żeńskiego”
Poniżej wyświetlono 200 spośród wszystkich 3684 stron tej kategorii.
(poprzednia strona) (następna strona)Σ
- σαβάνα
- σαγιονάρα
- Σαγκάη
- σαηεντολογία
- σακοδρομία
- σαλάτα
- Σαμάρεια
- Σαμαρείτισσα
- Σαμαρκάνδη
- Σαμόα
- Σαμοθράκη
- σαμπάνια
- σαμπρέλα
- σανίδα
- σανίδα σωτηρίας
- σανίδα του σιδερώματος
- Σαξονία
- σαξοφωνίστρια
- Σαουδική Αραβία
- σάουνα
- σαπουνόπερα
- σαπουνόφουσκα
- Σαραγόσα
- σαρανταποδαρούσα
- σαρδέλα
- Σαρδηνία
- σαρκοφάγος
- σαρσέλα
- σάτιρα
- σατραπεία
- σαύρα
- σαχάντα
- Σαχάρα
- ΣΕΒ
- Σεβίλη
- Σεβίλλη
- Σεγκόβια
- σειρά
- σεισμολογία
- σεκόγια
- σεκόια
- σέλα
- σελήνη
- Σελήνη
- σελήνη του μέλιτος
- σεληνογραφία
- σελίδα
- σεναριογράφος
- Σενεγαλέζα
- Σενεγάλη
- σεντίνα
- σεξουαλική παρενόχληση
- σεξουαλικότητα
- Σεούλ
- Σέρβα
- Σερβία
- Σερβία και Μαυροβούνιο
- σερίνη
- Σεϋχέλλες
- σημαία
- σημαία ευκαιρίας
- σημασία
- σημασιολογία
- σηματοδότηση
- σημύδα
- σήραγγα
- Σιβηρία
- σιγαλιά
- σιγή
- Σιγκαπούρη
- Σιγκαπουριανή
- σιδερώστρα
- Σιέρα Λεόνε
- σίκαλη
- Σικελία
- Σιλεσία
- σιλικόνη
- σινική μελάνη
- σινολόγος
- σισύφεια προσπάθεια
- σιταρήθρα
- σιωπή
- σκακιέρα
- σκακίστρια
- σκάλα
- σκαλωσιά
- σκανδάλη
- Σκανδιναβή
- Σκανδιναβία
- σκελετολογία
- σκευοθήκη
- σκέψη
- σκηνή
- σκηνογραφία
- σκιά
- σκιέρ
- σκιώδης κυβέρνηση
- σκλάβα
- σκληρότητα
- σκνίπα
- σκολίωση
- σκολόπενδρα
- σκόνη
- σκοτία
- Σκοτία
- σκούπα
- σκουπιδιάρα
- σκουπιδιάρισσα
- Σκυθία
- σκύλα
- Σκύλλα
- σκωληκοειδής απόφυση
- Σκωτία
- σλαβολογία
- σλαβολόγος
- σλαβοφιλία
- Σλοβακία
- Σλοβενία
- Σμαράγδα
- σμεουριά
- σμηγματορροϊκή δερματίτιδα
- σμίκρυνση
- σμύριδα
- Σμύρνη
- Σοβιετική Ένωση
- σοκολάτα
- σόλα
- Σομαλή
- Σομαλία
- σος
- σοσιαλδημοκρατία
- Σουαζιλάνδη
- σουαχίλι
- Σουδανή
- Σουηδή
- Σουηδία
- σούπα
- σουρβιά
- σουρικάτα
- σουρλουλού
- σουσαμιά
- σουσουράδα
- σουφραζέτα
- σοφία
- Σοφία
- Σόφια
- σοφίτα
- σπαζοκεφαλιά
- σπανακόπιτα
- Σπάρτη
- σπατάλη
- σπάτουλα
- σπερματοδόχος κύστη
- σπεσιαλιτέ
- σπηλιά
- σπίθα
- σπιθαμή
- σπλήνα
- σπονδυλική στήλη
- σπρίντερ
- Σρι Λάνκα
- σταγόνα
- σταγονόρροια
- στάμνα
- σταρήθρα
- στάση
- στασιμότητα
- στατιστική
- Σταυρούλα
- σταύρωση
- σταφίδα
- στάχτη
- σταχτοσουσουράδα
- στέγη
- στέκα
- στηθοσκόπηση
- στήλη
- στιβάδα
- στιβαρότητα
- στιγμή
- στικτόπαπια
- στίξη
- στιχουργός
- στοίβα
- Στοκχόλμη
- στολή
- στομίδα
- στράτα
- στρατηγική
- στρατιά
- στρεπτομυκίνη
- στρουθοκάμηλος
- στρυχνίνη
- στύση
- συγγένεια εξ αγχιστείας
- συγγραφέας
- σύγκρουση
- συγνώμη
- συζήτηση
- συζυγία