cargo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
cargo cargos / cargoes
ανώμαλα ουσιαστικά (αγγλικά)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cargo (en)

  • (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το φορτίο, τα εμπορεύματα που μεταφέρει ένα φορτηγό μεταφορικό μέσο
    The ship tilted due to the movement of its cargo.
    Tο πλοίο πήρε κλίση λόγω μετακίνησης του φορτίου του.
    The cargo didn’t suffer damage.
    Το φορτίο δεν έπαθε ζημία.
    The crane is lifting cargo.
    Ο γερανός ανυψώνει φορτία.