Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αρχαία Βοιωτία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Βοιωτία

Περιοχή της αρχαίας Ελλάδας

Ερείπια της Καδμείας στην Θήβα
 
Τοποθεσία: Στερεά Ελλάδα
Μεγαλύτερη πόλη: Θήβα
Διάλεκτος: Αιολική
Περίοδος ακμής: 4ος αιώνας π.Χ.
 
[[Image:|230px]]
Χάρτης αρχαίας Βοιωτίας

Βοιωτοί ονομάζονταν οι κάτοικοι της αρχαίας Βοιωτίας. Η Βοιωτία συνόρευε με τους Αθηναίους στον νότο, στα ανατολικά με τους Ευβοείς, με τους Φωκείς βόρεια, δυτικά και νοτιοδυτικά και επίσης με τους Λοκρούς στα βόρεια. Αποτελούνταν από πολυάριθμες πόλεις οι οποίες συνδέθηκαν σταδιακά σε μία συμπολιτεία που ονομάστηκε Κοινό των Βοιωτών.

Η αρχαία Βοιωτία είχε τεράστιο πληθυσμό και οι κάτοικοι της διοικητικά ήταν μοιρασμένοι σε φύλα. Τα πιο γνωστά ήταν: οι Μινύες, οι Φλεγύες και οι Βοιωτοί που έδωσαν και το όνομα τους στην περιοχή. Οι Μινύες ήταν εγκατεστημένοι κυρίως στην περιοχή του Ορχομενού. Γηγενείς ήταν και και οι Βοιωτοί, ενώ οι Φλεγύες αποίκισαν τη Φωκίδα και τους Δελφούς.

Ο Όμηρος αναφέρει πως οι Βοιωτοί συμμετείχαν στον Τρωικό πόλεμο ενωμένοι σε ομοσπονδία. Τα πρώτα χρόνια υπήρχε μεγάλος ανταγωνισμός μεταξύ των Καδμείων και των Μινύων που οδηγούσε συχνά σε σύγκρουση τον Ορχομενό και την Θήβα. Σταδιακά στον χώρο της Βοιωτίας κυριάρχησε η Θήβα και το 550 π.Χ. περίπου, οι πόλεις της Βοιωτίας ενώθηκαν σε μία ομοσπονδία που ονομάστηκε Κοινό των Βοιωτών. Οι Βοιωτοί εκπροσωπούνταν στο Αμφικτυονικό συνέδριο των Δελφών με δύο ψήφους.

Η περίοδος μέχρι τον πελοποννησιακό πόλεμο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 506 π.Χ. οι Θηβαίοι επιχείρησαν να επιβάλουν την κυριαρχία τους στις Πλαταιές τις οποίες υπερασπίστηκαν οι Αθηναίοι με αποτέλεσμα η πόλη να διατηρήσει την ανεξαρτησία της.[1] Οι Πλαταιείς τότε αποχώρησαν από το Κοινό των Βοιωτών και έγιναν σύμμαχοι των Αθηναίων. Την ίδια χρονιά οι Αθηναίοι απέσπασαν από τους Βοιωτούς την περιοχή του Ωρωπού που εντάχθηκε πλέον στην Αττική. Στην μάχη του Μαραθώνα οι Πλαταιείς βοήθησαν τους Αθηναίους. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Ξέρξη οι Βοιωτοί συμμάχησαν με τους Πέρσες με εξαίρεση τους Πλαταιείς που ήταν σύμμαχοι των Αθηναίων και τους Θεσπιείς που διαφοροποιήθηκαν. Στη μάχη των Θερμοπυλών έπεσαν μαζί με τους Σπαρτιάτες και 700 Θεσπιείς ενώ στη μάχη των Πλαταιών πολέμησαν με τους Έλληνες 1800 Θεσπιείς. Οι Πλαταιές και οι Θεσπιές καταστράφηκαν από τους Πέρσες κατά το πέρασμά τους από την Βοιωτία. Επίσης καταστράφηκε και η Αλίαρτος όπως αναφέρει ο Παυσανίας.[2] Αντίθετα η Θήβα συμμάχησε με τους Πέρσες με αποτέλεσμα μετά το τέλος των Περσικών πολέμων οι Έλληνες σύμμαχοι να αφαιρέσουν από την Θήβα την ηγεμονική θέση που κατείχε στο Κοινό των Βοιωτών[3].

Μετά τους Περσικούς πολέμους η Βοιωτία ελεγχόταν από την Αθήνα. Το 457 π.Χ. όμως προσέγγισε την περιοχή η Σπάρτη που ανησυχούσε για την μεγάλη ενίσχυση της Αθήνας. Οι Σπαρτιάτες υποχρέωσαν όλες τις Βοιωτικές πόλεις να δεχτούν την ηγεμονία της Θήβας. Οι Αθηναίοι τότε εκστράτευσαν εναντίον των Βοιωτών και συγκρούστηκαν με αυτούς στην Τανάγρα το 457 π.Χ. Στη μάχη της Τανάγρας επικράτησαν οι Βοιωτοί και οι Σπαρτιάτες σύμμαχοί τους. Λίγους μήνες μετά όμως οι Αθηναίοι επανήλθαν και νίκησαν τους αντιπάλους τους στα Οινόφυτα.[4] Η Βοιωτία πέρασε για ένα μικρό διάστημα στον έλεγχο της Αθήνας μέχρι το 447 π.Χ. οπότε οι Αθηναίοι ηττήθηκαν από τους Θηβαίους στην μάχη της Κορώνειας.[5]

Πορεία προς την Θηβαϊκή ηγεμονία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά την διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου οι Βοιωτοί τάχτηκαν στο πλευρό της Πελοποννησιακής συμμαχίας με εξαίρεση τις Πλαταιές, τις οποίες πολιόρκησαν οι Θηβαίοι οι οποίοι κατά την πρώτη πολιορκία δεν κατάφεραν να καταλάβουν την πόλη.[6]Την πόλη πολιόρκησαν δύο χρόνια μετά οι Σπαρτιάτες οι οποίοι την κατέλαβαν μετά από δύο χρόνια πολιορκίας, το 427 π.Χ. Οι Πλαταιείς εγκατέλειψαν την πόλη τους και κατέφυγαν στην Αττική.[7][8] Οι Βοιωτοί με στρατηγό τον Παγώνδα νίκησαν τους Αθηναίους στη μάχη του Δηλίου, το 424 π.Χ. αποτρέποντας τους Αθηναίους να καταλάβουν την περιοχή.[9] Με την λήξη του Πελοποννησιακού πολέμου οι Βοιωτοί δεν έμειναν ικανοποιημένοι από την ηγεμονική πολιτική που ακολούθησε η Σπάρτη και εντάχθηκαν στον αντισπαρτιατικό συνασπισμό που σχηματίστηκε αργότερα και οδήγησε στον Κορινθιακό πόλεμο. Κατά την διάρκεια αυτού του πολέμου οι Βοιωτοί νίκησαν τους Σπαρτιάτες στην μάχη της Αλιάρτου, το 395 π.Χ. Ένα έτος μετά όμως ηττήθηκαν από αυτούς στην μάχη της Κορώνειας. Ο πόλεμος τερματίστηκε το 386 π.Χ. με την Ανταλκίδειο ειρήνη με την οποία οι Θηβαίοι υποχρεώθηκαν να παραιτηθούν από την ηγεμονία της Βοιωτίας. Οι Θηβαίοι στο μεταξύ ανέκτησαν την ηγεμονία της Βοιωτίας. Απέμεναν να δεχτούν την Θηβαϊκή ηγεμονία οι Θεσπιές και ο Ορχομενός. Το 375 π.Χ. οι Θηβαίοι εισέβαλαν στον Ορχομενό τον οποίο υπερασπίστηκαν οι Σπαρτιάτες. Οι δύο στρατοί συγκρούστηκαν στην γειτονική πόλη Τεγύρα και στην μάχη που ακολούθησε οι Θηβαίοι επικράτησαν. Επικεφαλής των Θηβαίων σε αυτή την μάχη ήταν ο Πελοπίδας. Το 372 π.Χ. κατέλαβαν για μία ακόμα φορά τις Πλαταιές και την επόμενη χρονιά τις Θεσπιές ολοκληρώνοντας την ανάκτηση της ηγεμονίας τους σε ολόκληρη την Βοιωτία.

Η Θηβαϊκή ηγεμονία και το τέλος της

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Ελλάδα την περίοδο της Θηβαϊκής ηγεμονίας

Οι κινήσεις αυτές των Θηβαίων όμως οδήγησαν σε δημιουργία συνασπισμού εναντίον της που αποτελούνταν από τους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες. Οι Σπαρτιάτες με επικεφαλής τον Κλεόμβροτο βάδισαν εναντίον της Θήβας και οι δύο αντίπαλοι συγκρούστηκαν στα Λεύκτρα. Στην μάχη των Λεύκτρων οι Θηβαίοι που είχαν επικεφαλής τον Επαμεινώνδα νίκησαν τους Σπαρτιάτες εγκαθιδρύοντας την Θηβαϊκή ηγεμονία στον Ελλαδικό χώρο. Η μάχη της Μαντίνειας λίγα χρόνια μετά, το 362 π.Χ. κατέληξε σε συμφωνία ειρήνης μεταξύ των αντιπάλων και διατήρηση της διαμορφωμένης μέχρι τότε κατάστασης. Το 356 π.Χ. οι Βοιωτοί συμμετείχαν στον τρίτο ιερό πόλεμο εναντίον των γειτόνων τους Φωκέων ο οποίος έληξε το 346 π.Χ., μετά την ανάμειξη σε αυτόν των Μακεδόνων. Οι Μακεδόνες ενεπλάκησαν και στον τέταρτο ιερό πόλεμο που ξέσπασε το 340 π.Χ. Η ανάμειξή τους στα κοινά της νότιας Ελλάδας ανησύχησε τους υπόλοιπους Έλληνες που συγκρότησαν μία μεγάλη συμμαχία εναντίον τους. Οι αντίπαλοι συνασπισμοί συγκρούστηκαν στην Χαιρώνεια το 338 π.Χ. με τους Μακεδόνες να επικρατούν. Η μάχη αυτή έθεσε τέρμα στην περίοδο της Θηβαϊκής ηγεμονίας και η Θήβα όπως και οι υπόλοιπες Βοιωτικές πόλεις πέρασαν κάτω από τον έλεγχο των Μακεδόνων. Μετά τον θάνατο του Φιλίππου η Θήβα επαναστάτησε με αποτέλεσμα να εκστρατεύσει εναντίον της ο Μέγας Αλέξανδρος ο οποίος κατέστρεψε την πόλη (335 π.Χ.) Την πόλη ανοικοδόμησε πάλι ο Μακεδόνας βασιλιάς Κάσσανδρος το 316 π.Χ. Η Βοιωτία περίπου το 245 π.Χ. εντάχθηκε στην Αιτωλική Συμπολιτεία και μετά την υποταγή της στους Ρωμαίους έγινε μέρος του Ρωμαϊκού κόσμου. Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Μιθριδατικού πολέμου, το 87 π.Χ. η περιοχή λεηλατήθηκε από τον Ρωμαίο στρατηγό Σύλλα και πέρασε οριστικά στον έλεγχο της Ρώμης.

Οι Βοιωτικές πόλεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Χάρτης της αρχαίας Βοιωτίας

Ο Όμηρος στον κατάλογο των Νεών αναφέρει συνολικά 29 Βοιωτικές πόλεις που συμμετείχαν στην Τρωική εκστρατεία. Αυτές ήταν οι: Υρίη, Αυλίδα, Σχοίνος, Σκώλος, Ετεωνός, Θεσπεία, Γραία (Τανάγρα), Μυκαλησσός, Άρμα, Ειλέσιον, Ερυθραί, Ελεών, Ύλη, Πετεών, Μεδεών, Ωκαλέη, Κώπαι, Εύτρησις, Θίσβη, Κορώνια, Αλίαρτος, Πλάταια, Γλίσας, Υποθήβαι, Ογχηστός, Άρνη (Χαιρώνεια), Μίδεια (Λεβάδεια), Νίσα και Ανθηδών. Επίσης αναφέρει δύο πόλεις των Μινύων, τον Ορχομενό και την πόλη Ασπληδών[10].

Κατά τους ιστορικούς χρόνους την Βοιωτία την αποτελούσαν μικρά κρατίδια με κέντρο μία ισχυρή πόλη της περιοχής. Όλα τα βοιωτικά κρατίδια και οι ανεξάρτητες πόλεις συνδέονταν με μία συμμαχία που ονομαζόταν κοινό των Βοιωτών. Οι εκπρόσωποι των πόλεων της Βοιωτίας στο κοινό ονομάζονταν Βοιωτάρχες. Οι Βοιωτάρχες ασκούσαν την στρατιωτική εξουσία σε περίοδο πολέμου. Κάθε πόλη εξέλεγε έναν βοιωτάρχη με εξαίρεση την Θήβα που εξέλεγε δύο.

Ισχυρότερο κρατίδιο ήταν η Θηβαΐδα που είχε κέντρο την Θήβα και περιλάμβανε τις πόλεις που βρίσκονταν γύρω από τον Θηβαϊκό κάμπο και ανατολικότερα στην περιοχή γύρω από την λίμνη Υλίκη και στις ακτές του Βόρειου Ευβοϊκού κόλπου. Πόλεις που ανήκαν στην επικράτεια της Θήβας ήταν ο Γλίσαντας, ο Τευμησσός, η Ύλη, ο Σχοίνος και για μεγάλα διαστήματα το Ακραίφνιο (Ακραιφία) η Λάρυμνα, και Ανθηδώνα. Νότια της Θήβας βρισκόταν η Ταναγραία με κέντρο την Τανάγρα η οποία περιλάμβανε τις πόλεις Άρμα, Μυκαλησσός, Ελεών ενώ διατηρούσε και δύο επίνεια στις ακτές του Νότιου Ευβοϊκού κόλπου, την Αυλίδα και το Δήλιο. Μέχρι τα τέλη του 6ου αιώνα στην Ταναγραία ανήκε και Ωρωπός. Στην περιοχή βόρεια του Κιθαιρώνα απλωνόταν η Πλαταιίδα με κύρια πόλη τις Πλαταιές και επίσης τις μικρότερες πόλεις Σκώλος, Ετεωνός και Ερυθρές. Βόρεια των Πλαταιών ήταν η περιοχή της Θεσπιακής με κύρια πόλη τις Θεσπιές. Σ' ατή ανήκαν επίσης οι γειτονικές πόλεις Άσκρη, Νίσα, Θίσβη, Λεύκτρα και τα δύο επίνεια Τίφα (ή Σίφες) και Κρεύσις. Άλλο σημαντικό βοιωτικό κρατίδιο ήταν το κρατίδιο του Ορχομενού στα βόρεια που περιλάμβανε τις κοντινές πόλεις Ύηττο, Όλμωνες, Κύρτωνες, Τεγύρα και Ασπληδόνα. Άλλα μικρότερα κρατίδια της Βοιωτίας ήταν η Κορώνεια που περιλάμβανε και τις Αλαλκομενές, η Αλίαρτος που περιλάμβανε την ογχηστό, τον Μεδεώνα και την Ωκαλέα και οι ανεξάρτητες πόλεις Λεβάδεια, Χαιρώνεια και Κώπες[11]. Στην Βοιωτία ανήκε επίσης η πόλη Κορσιαί στον Κορινθιακό.

Οι τέχνες των Βοιωτών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η περιοχή που κατοικούσαν ήταν πλούσια σε φυσικά πλούτη. Ασχολούνταν με τη γεωργία, αλλά κύρια απασχόλησή τους ήταν η μεταλλουργία και βυρσοδεψία. Οι λίγες πηγές που έχουμε ανέρχονται στην μυθική εποχή και αναφέρουν, ότι τα ορεινά εδάφη της Βοιωτίας ήταν πλούσια σε ορυκτό σίδηρο, που πήρε το όνομά του από τους μυθικούς Άωνες[12] και έδωσε το όνομα στα περίφημα όπλα τους.[13] Σύμφωνα με την μυθολογία ο Αθάμας, γιος του βασιλιά των Μινύων είχε το παρώνυμο Χαλκός και θεωρείται ότι κατασκεύασε την πρώτη ασπίδα,[14] γι'αυτό και η ασπίδα έγινε το έμβλημα της Βοιωτίας και το συναντάμε στα αρχαία νομίσματα της Βοιωτίας. Γνωστή είναι και η ασπίδα του Αίαντα που του είχε κατασκευάσει ο Τύχιος[15][16] Εκτός από την ασπίδα, γνωστό είναι και το Κράνος των Βοιωτών.[17]

Στους μετέπειτα χρόνους η τέχνη της μεταλλουργίας όπως φαίνεται ξέπεσε, αφού δεν έχουμε άλλες αναφορές. Αντίθετα, άνθιζε η αγγειοπλαστική, αφού ο Βακχυλίδης αναφέρει ότι οι πανέμορφοι Βιωτικοί σκύφοι ήταν ξακουστοί.[18] Επίσης την εποχή του Αριστοφάνη η Βοιωτία φημίζεται για την αγγειοπλαστικής της τέχνη, ενώ και στους μεταχριστιανικούς αιώνες συναντάμε πήλινα οικιακά σκεύη.

Στη Θήβα θεωρείται ότι ανακαλύφτηκε το κάρο.[19] το οποίο εννοείται μάλλον επαινετικά για την κατασκευή περίτεχνων αρμάτων μάχης, τα οποία παινεύει και ο Πίνδαρος.

Ο Τζέτζης καταγράφει ότι οι Θηβαίοι είχαν και αξιοθαύμαστη υφαντουργία.

Οι αρτοποιοί της Θήβας φημίζονταν για τα νόστιμα γλυκίσματα τους, καθώς και οι γιατροί και αρωματοποιοί της Χαιρώνειας για τα ιαματικά και καλλυντικά προϊόντα τους.

Οι κάτοικοι στις όχθες της λίμνης της Κωπαΐδας ζούσαν από την αλιεία, την σπογγαλιεία και την παραγωγή πορφύρας.

Η πολεμική τέχνη των Βοιωτών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κάτοικοι της Βοιωτίας ήταν φημισμένοι για τις ασπίδες και τα κράνη τους. Ο Θουκυδίδης μας αναφέρει άλλη μια πληροφορία για την πολεμική τέχνη των Βοιωτών. Το 424 π.Χ. στην μάχη του Δηλίου χρησιμοποίησαν την φωτιά ως επιθετικό όπλο. Χρησιμοποίησαν έναν ξύλινο σωλήνα που στο ένα άκρο του ήταν ενισχυμένος με μεταλλικό στόμιο. Στο άκρο αυτό ήταν προσαρμοσμένο ένα βαρέλι με φλεγόμενη πίσσα και θειάφι. Στο άλλο άκρο ήταν τοποθετημένη μια τεράστια φυσούνα, που φύσαγε τον αέρα διαμέσου του σωλήνα και του βαρελιού και δημιουργούσε μια μεγάλη ριπή φλόγας.[20]

  1. Ηροδότου, ιστορία 6.108
  2. Παυσανία, Ελλάδος περιήγησις, Βοιωτικά 32.5 κατὰ δὲ τὴν ἐπιστρατείαν τοῦ Μήδου φρονήσασιν Ἁλιαρτίοις τὰ Ἑλλήνων μοῖρα τῆς Ξέρξου στρατιᾶς γῆν τέ σφισιν ὁμοῦ καὶ τὴν πόλιν ἐπεξῆλθε καίουσα.
  3. Βικιθήκη, Ηροδότου Ιστορία, βιβλιο Θ΄
  4. Θουκυδίδη, Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου, 1.107
  5. Θουκυδίδη, Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου, 1.113
  6. Θουκυδίδη, Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου, 2.2-2.6
  7. Θουκυδίδη, Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου, 2.71-2.77
  8. Θουκυδίδη, Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου, 3.20-3.26
  9. Θουκυδίδη, Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου, 4.91-4.99
  10. Βικηθήκη, Ομήρου Ιλιάδα, Ραψωδία Β΄ 494-516 Βοιωτῶν μὲν Πηνέλεως καὶ Λήϊτος ἦρχον Ἀρκεσίλαός τε Προθοήνωρ τε Κλονίος τε, οἵ θ' Ὑρίην ἐνέμοντο καὶ Αὐλίδα πετρήεσσαν Σχοῖνόν τε Σκῶλόν τε πολύκνημόν τ' Ἐτεωνόν, Θέσπειαν Γραῖάν τε καὶ εὐρύχορον Μυκαλησσόν, οἵ τ' ἀμφ' Ἅρμ' ἐνέμοντο καὶ Εἰλέσιον καὶ Ἐρυθράς,...
  11. Ριζοσπάστης, καθ' οδον στη Λιβαδιά[νεκρός σύνδεσμος]
  12. Διονύσιος Περιηγητής και Ευστάθιος Θεσσαλονίκης
  13. Lutat. z. Stat. Theb. I, 226. Hyg. fb. 274 λέει ότι ο Κάδμος ανακάλυψε την τέχνη αυτή. Cadmus Agenoris filius aes Thebis primus inventum condidit
  14. Πλίνιος VII, 200
  15. Όμηρος, σκυτοτόμων όχ άριστος
  16. Πλίνιος, sutrinam Tychius Boeotius invenit
  17. Ξενοφώντας, βιωτιουργές κράνος
  18. Και Βοιωτίοισιν εν σκύφοισιν οίνος ηδύς., ύστερον δε κατά μίμησιν ειργάσαντο κεραμέους τε και αργυρούς σκύφους, ών πρώτοι μεν εγένοντο και κλέος έλαβον οι Βοιώτιοι λεόμενοι... έχουσι μέντοι πρός τους άλλους διαφοράς έπεστι γαρ επί των ώτων αυτοίς ο λεγόμενος Ηράκλειος δεσμός.
  19. Grit. b. Ath. I, 28 C: Θήβη δ' αρματόεντα διφρον συνεπήξατο πρώτη,
  20. Professor Dr. R. du Bois-Reymond und Oberst z.D. C .Schaefer (1908). «Handbuch zur Geschichte der Aturwissenschaften und der Technik» (στα Γερμανικά). Verlag von Julius Springer. Ανακτήθηκε στις 6 Αυγούστου 2009.