Μετάβαση στο περιεχόμενο

Άριο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το άριο είναι μονάδα μέτρησης επιφάνειας 100 τ.μ. Ισοδυναμεί με τετράγωνο πλευράς δέκα μέτρων. Πολλαπλάσιό του είναι το εκτάριο (10.000 τ.μ.).

Η λέξη προέρχεται από την γαλλική are ή αγγλική are, και υπάρχει και στην γερμανική Ar (αρσ. ή ουδ., ελβετική Are θηλ.) [1] Να μή συγχέεται με την λέξη «άριος» που είναι σανσκριτικής προέλευσης (arya = πιθανόν «ευγενής» ή «γηγενής»), βλ. «Άρειος (φυλή)» ή «Άριος (φυλή)» ή «Άρια» ή «Αρεία» φυλή κ.τ.τ. Η ρίζα αρ- απαντάται σε πλείστες όσες λέξεις της αρχαίας ελληνικής και έχει σημασία σχετική με τη γη, όπως άρουρα, άροτρο, άργος και αγρός(;), αρύω, αρέθουσα, άρωμα, Αρκαδία, κ.α.

  1. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Μαρτίου 2014. Ανακτήθηκε στις 27 Απριλίου 2014.