Μετάβαση στο περιεχόμενο

Γερανός (πτηνό)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γερανός (πτηνό)
Ενήλικος γερανός
Ενήλικος γερανός
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1) [1]
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Γερανόμορφα (Gruiformes)
Οικογένεια: Γερανίδες (Gruidae)
Υποοικογένεια: Γερανίνες (Gruinae) [2]
Γένος: Γερανός (Grus) Pallas, 1766 F
Είδος: G. grus
Διώνυμο
Grus grus (Γερανός ο γνήσιος)
(Linnaeus, 1758)
Υποείδη

Grus grus grus
Grus grus lilfordi

Αβγό

Ο Γερανός είναι καλοβατικό πτηνό της οικογενείας των Γερανιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Grus grus και περιλαμβάνει 2 υποείδη. [2]

Στην Ελλάδα απαντά κυρίως το υποείδος Grus grus grus (Linnaeus, 1758), αλλά, λόγω της γειτνίασης με τη Μικρά Ασία και, λόγω του γεγονότος ότι οι γερανοί είναι μόνο διαβατικοί από τη χώρα, πιθανότατα απαντά και το άλλο υποείδος Grus grus lilfordi Sharpe, 1894, ιδιαίτερα στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. [2]

Η επιστημονική ονομασία του γένους, Grus, έχει ινδοευρωπαϊκές ρίζες και, απαντά σε πολλές γλώσσες, άλλοτε με θέμα σε -u- και άλλοτε σε -n-, που πιθανόν οφείλεται σε σε κάποια παλαιά μεταβολή θέματος και κλίσεως: παλαιοαγγλοσαξονικά: cran, ουαλικά: garan, πρωτογερμανικά: kranuh, λατινικά: grūs, πρωτοσλαβικά: žeravŭ. κ.ο.κ.[3]

  • Σημειωτέον ότι η λέξη grus είναι γένους θηλυκού.[2]

Συστηματική Ταξινομική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος περιγράφηκε από το Λινναίο, το 1758, ως Ardea grus.[4] Η ταξινομική του πτηνού είναι αρκετά ξεκάθαρη, με την αναγνώριση των δύο υποειδών, αν και υπάρχουν διαφωνίες ως προς το διαχωρισμό των συγκεκριμένων ταξινομικών μονάδων (taxa), από κάποιους ερευνητές, που τις θεωρούν απλές χρωματικές παραλλαγές στο πτέρωμα.[4] Ωστόσο η ITIS εξακολουθεί να διατηρεί την διάκριση των υποειδών.[5] Χρωμοσωμικές μελέτες έδειξαν ότι, ο πλησιέστερος συγγενής του είδους είναι το Grus americana, των Ηνωμένων Πολιτειών.[6]

Γεωγραφική κατανομή υποειδών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Γεωγραφική κατανομή των υποειδών του Γερανού. Κίτρινο: Καλοκαιρινές περιοχές αναπαραγωγής, Μπλε: περιοχές διαχείμασης, Πράσινο: Μεταναστευτική οδός

Ο γερανός είναι πλήρως μεταναστευτικό είδος με ευρεία κατανομή σε περιοχές του Παλαιού Κόσμου και, ελάχιστες παγκοσμίως είναι οι τοποθεσίες που βρίσκεται ως μόνιμο (επιδημητικό) πτηνό [i] [7] (βλ. Γεωγραφική κατανομή). Αναπαράγεται στα μεγάλα γεωγραφικά πλάτη της ΒΑ Ευρώπης και της Β Ασίας, με δυτικά όρια στους ποταμούς Βέζερ και Άλερ της Γερμανίας, ενώ ισχυρές περιβαλλοντικές πιέσεις μέσα στον 20ό αιώνα, οδήγησαν τις επικράτειες αναπαραγωγής 300 με 400 χιλιόμετρα βορειότερα.[8][9]

Παλαιότερα, το είδος έφθανε μέχρι την Ιρλανδία, αλλά περίπου 200 χρόνια πριν, εξαφανίστηκε από εκεί. Ωστόσο, έκτοτε έχει αρχίσει να επιστρέφει στο νησί, με σχέδια για να βοηθηθεί η επάνοδος σε μεγαλύτερη κλίμακα. Γενικά, δύσκολα απαντά στη νότια Ευρώπη, ενώ μεγαλύτεροι πληθυσμοί αναπαραγωγής βρίσκονται στη Σκανδιναβία, και ιδίως στη Φινλανδία και τη Σουηδία. Όμως, η καρδιά του αναπαραγωγικού πληθυσμού του είδους βρίσκεται στη Ρωσία, όπου εποχιακά μπορεί να βρεθούν μέχρι και 100.000 γερανοί. Ο αναπαραγόμενος πληθυσμός εκτείνεται νότια μέχρι τη Μαντζουρία, αλλά σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού της ασιατικής αναπαραγωγής περιορίζεται στη Ρωσία. Άλλες περιοχές αναπαραγωγής βρίσκονται στις χώρες της Βαλτικής, στην Πολωνία, την Τσεχία, τη Λευκορωσία, την Ουκρανία και τη Γερμανία. Ελάχιστα άτομα αναπαράγονται στην Ολλανδία, τη Γαλλία και την Ιταλία (;). Από τη ΝΑ Ευρώπη λείπει ως αναπαραγωγικό είδος, με αμφισβητούμενες αναφορές από τη Ρουμανία, την τέως Γιουγκοσλαβία, την Αλβανία, τη Βουλγαρία και την Ελλάδα, όπου όμως φώλιαζε παλαιότερα.[9]

Αρ. Υποείδος Καλοκαιρινές περιοχές αναπαραγωγής Περιοχές διαχείμασης Σημειώσεις
1 Grus grus grus Κ, Β και Α Ευρώπη ανατολικά προς τα Ουράλια ΝΔ Ευρώπη (κυρίως Ισπανία, Πορτογαλία και Γαλλία, θύλακες στην Ιταλία), Β και ΒΔ Αφρική (Μαρόκο, Αλγερία, Τυνησία, Λιβύη), επίσης οι ανατολικότεροι πληθυσμοί προς ΒΑ και ΑΚ Αφρική (Αίγυπτος, Σουδάν, Αιθιοπία, Ερυθραία) Πλήρως μεταναστευτικό (βλ. λεπτομέρειες στις Μεταναστευτικές οδούς)
2 Grus grus lilfordi Τουρκία, περιοχές του Κάτω Βόλγα και του Καυκάσου (κυρίως Αρμενία, Ν Γεωργία και Αζερμπαϊτζάν( ;)) και από τα Ουράλια ανατολικά προς ΑΚ Ασία, φθάνοντας μέχρι την απώτατη ΒΑ Σιβηρία (χερσόνησος Τσούκτσι) Μέση ΑνατολήΙσραήλ, Ιράκ, Ιράν, ΝΑ Σαουδική Αραβία), ΝΚ Ασία (Β και Δ Ινδία, Ν Πακιστάνανατολικά προς ΝΑ Κίνα, Μιανμάρ, Βιετνάμ και Ταϊλάνδη Επιδημητικό σε περιοχές της Τουρκίας και γύρω από τον Εύξεινο Πόντο. Θεωρείται από αρκετούς ερευνητές ότι συμπεριλαμβάνεται στο 1

Πηγές:[2][4][10][11] (σημ. με έντονα γράμματα τα υποείδη που απαντούν στον ελλαδικό χώρο)

Μεταναστευτικές οδοί

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ενήλικος Γερανός

Οι μεταναστευτικές κινήσεις του γερανού δεν είναι εύκολο να καταγραφούν, διότι το συγκεκριμένο είδος, φαίνεται να ακολουθεί πολλές και διαφορετικές «οδούς» μετανάστευσης, ανάλογα με την επικράτεια αναπαραγωγής (βλ. χάρτη), που μελετώνται επισταμένως από τον 19ο αιώνα και μετά. [ii] Γενικά ακολουθούνται οι βασικές μεταναστευτικές μεσογειακές δίοδοι (Γιβραλτάρ, Σικελία), Έβρος, Εύξεινος Πόντος, Σινά, Ερυθρά Θάλασσα) και οι ασιατικές σε Κασπία Θάλασσα, Ιμαλάια και κεντρική Κίνα.

Αντίθετα με ό,τι πιστεύεται, οι γερανοί μεταναστεύουν σε σχετικά στενά μέτωπα, χρησιμοποιώντας τα νοτιοδυτικά και, νότια και νοτιοανατολικά περάσματα σε ολόκληρη την Ευρώπη, ενώ χρησιμοποιούν τακτικούς χώρους ανάπαυσης (Snow και Perrins 1998). Η φθινοπωρινή μετανάστευση αρχίζει τον Ιούλιο, με την πλειονότητα στις αρχές Σεπτεμβρίου και η άφιξη στις χώρες της Αφρικής γίνεται κατά τον Οκτώβριο. Το είδος επιστρέφει στις περιοχές αναπαραγωγής τον Μάρτιο (Vegvari 2002), όπου το φώλιασμα αρχίζει στα τέλη Απριλίου ή στις αρχές Μαΐου, μερικές φορές έως και τρεις εβδομάδες νωρίτερα στις νότιες επικράτειες (Snow και Perrins 1998).

Οι σκανδιναβικοί πληθυσμοί μετακινούνται μέσω των ακτών της Γερμανίας, με μεγάλες συγκεντρώσεις ήδη από τα μέσα Αυγούστου, στις εκβολές του ποταμού Όντερ, η περίοδος όμως αυτή μπορεί να επεκταθεί μέχρι τον Οκτώβριο ή και το Νοέμβριο.[8][9] Κατόπιν στρέφονται δυτικά-νοτιοδυτικά και οδεύουν προς Γαλλία και Ιβηρική, όπου πραγματοποιούνται και οι πρώτες διαχειμάσεις. Ορλεάνη, Καμπανία, Ακουϊτανία, Ναβάρα, Εστρεμαδούρα και Ανδαλουσία, αποτελούν μερικές από τις περιοχές όπου τα πρώτα άτομα μένουν για να διαχειμάσουν, ενώ ο κύριος όγκος συνεχίζει για τη ΒΔ Αφρική. Η συγκεκριμένη οδός, από 40.000 άτομα που περιελάμβανε το 1980, έφθασε τα 60.000 άτομα το 1990 και τα 150.000 άτομα το 2001.[9]

Για την Ευρώπη ειδικότερα, έχει μελετηθεί διεξοδικά η μετανάστευση κατά μήκος της γραμμής ‘Βαλτική-Ουγγαρία’, που περιλαμβάνει τους αναπαραγόμενους πληθυσμούς της ανατολικής Ευρώπης. Ακολουθείται η κατεύθυνση προς Καρπάθια και ανατολική Σλοβακία, ανατολική Ουγγαρία και ανατολική Ρουμανία, με μεγάλες στάσεις στις περιοχές Καρντοσκούτ και Χορτομπάγκι. Νοτιότερα, οι πληθυσμοί χωρίζονται στα δύο: το ένα σμήνος κατευθύνεται προς τα δυτικά Βαλκάνια, Αλβανία, Αδριατική, Καλαβρία, Σικελία και Τυνησία, όπου γίνεται η διαχείμαση (20.000-50.000 ζευγάρια). Πιθανόν, να υπάρχουν ελάχιστα διαχειμάζοντα άτομα στα νησιά Λίπαρι και στη Σαρδηνία. Το άλλο σμήνος κατευθύνεται προς τα ανατολικά Βαλκάνια και, μέσω του Έβρου, των νησιών του ανατολικού Αιγαίου και της Μικράς Ασίας, καταλήγει με στάσεις στο Ισραήλ και την Ερυθρά Θάλασσα, στις όχθες του Νείλου, αλλά κάποιο επί μέρους τμήμα, κατευθύνεται μέσω Κύπρου προς την Α Αφρική.[9]

Οι χαρακτηριστικοί «V» σχηματισμοί των γερανών

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από την Ισλανδία και τις Φερόες, τη Μαυριτανία, τη Νιγηρία και το Τζιμπουτί, το Κουβέιτ, το Κατάρ, και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, την Ιαπωνία, την Κορέα και το Χονγκ Κονγκ. Τέλος, έχει αναφερθεί ως περιπλανώμενο στη δυτική Βόρεια Αμερική, όπου εμφανίζεται περιστασιακά μέσα σε μεταναστευτικά σμήνη γερανών του είδους Grus canadensis.[1]

Στην Ελλάδα, ο γερανός απαντά μόνον ως διαβατικό είδος, ακολουθώντας τη δίοδο του Αιγαίου και της ανατολικής- βορειοανατολικής χώρας, παρά της δυτικής (βλ. και κατάσταση πληθυσμού).[12][13]

Κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής, οι γερανοί συχνάζουν σε ένα ευρύ φάσμα ρηχών υγροτόπων, συμπεριλαμβανομένων άδενδρων τυρφώνων ή ερεικώνων μεγάλου υψομέτρου (με κύρια βλάστηση τα βρύα Sphagnum ή τα ρείκια), συνήθως με κάποια λιμνάζοντα νερά, και ελώδη ξέφωτα, καλαμώνες και ορυζώνες (Cramp & Simmons 1980). Το είδος απαιτεί απρόσιτα εδάφη φωλιάσματος, έτσι απαντά συνήθως σε κινούμενα υγρά εδάφη και άλλα αδιάβατα τέλματα, δασικές εκτάσεις ή εποχιακά πλημμυρισμένα παραποτάμια δάση (Cramp & Simmons 1980). Στην κεντρική Ασία, μπορούν να χρησιμοποιήσουν ξηρότερες δασικές περιοχές (όπως πευκώνες ή μικτά δάση με σημύδες), πάντοτε με το νερό σε άμεση γειτνίαση (Cramp & Simmons 1980), όμως γενικά αποφεύγουν τις πυκνά δασωμένες περιοχές (Urban et al. 1986). Σε κάθε περίπτωση, το κύριο ενδιαίτημά τους αποτελούν τα μεγάλα δάση της τάιγκα και τα ανάμικτα δάση με φυλλοβόλα, από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι τα 2200 μέτρα, περίπου. Η αλλαγή πτερώματος μετά την αναπαραγωγή, γίνεται σε περιοχές με ρηχά νερά και ψηλά καλάμια, για απόκρυψη κατά τη διάρκεια αυτής της ευαίσθητης περιόδου, που το πουλί δεν μπορεί να πετάξει (Cramp & Simmons 1980).

Τα μη αναπαραγωγικά ενδιαιτήματα διαχείμασης και μετανάστευσης του είδους περιλαμβάνουν πλημμυρισμένες εκτάσεις, βαλτώδη λιβάδια, μικρούς ρηχούς κόλπους, ορυζώνες (Cramp & Simmons 1980), βοσκοτόπια και περιοχές ομόλογες με τη σαβάνα (όπως τα ανοικτή δάση αριάς στην Ιβηρική Χερσόνησο) (Meine & Archibald 1996). Μπορεί να βρεθούν να κουρνιάζουν σε λασπότοπους ή αμμώδεις όχθες κατά μήκος ποταμών, λιμνών και ταμιευτήρων κατά τη διάρκεια αυτής της σεζόν (Urban et al. 1986, Meine & Archibald 1996), αλλά θα πετάξουν μέχρι και 20 χιλιόμετρα μακριά (Cramp & Simmons 1980) για να τραφούν σε αγρούς (Meine & Archibald 1996, Vegvari 2002), -λόγω της ανθρώπινης καταπάτησης και καταστροφής των προτιμώμενων ενδιαιτημάτων τους- (Cramp & Simmons 1980).

Λόγω και μόνον του μεγέθους του και των βιοτόπων όπου συχνάζει, ο γερανός είναι πολύ εύκολα αναγνωρίσιμος, τόσο στο έδαφος όσο και στον αέρα με τη χαρακτηριστική του φιγούρα (βλ Πτήση). Γενικά, το ενήλικο πτηνό έχει το γκρίζο χρώμα του σχιστόλιθου σε όλο του το σώμα, ενώ ο λαιμός του είναι μακρύς και πολύ όμορφα χρωματισμένος. Το μέτωπο και η περιοχή μεταξύ οφθαλμών και ρινός (lores) είναι μαυριδερά, ενώ το στέμμα (crown) φέρει χαρακτηριστική βαθυκόκκινη περιοχή, ορατή μονον από κοντινή απόσταση [14] που έρχεται σε έντονη αντίθεση με τη λευκή λωρίδα που εκτείνεται πίσω από τα μάτια και, μέχρι το πάνω μέρος της ράχης. Γενικά, το χρώμα του είναι πιο σκούρο στη ράχη και την ουρά και, πιο αχνό στο στήθος και τα πτερά. Τα πρωτεύοντα ερετικά φτερά, οι άκρες των δευτερευόντων, τα νόθα πτερά (alula), η άκρη της ουράς, και τα άκρα των άνω καλυπτηρίων φτερών, έχουν όλα μαύρο χρώμα. Τα ακραία πρωτεύοντα γέρνουν έντονα προς τα κάτω, εν είδει θυσάνου όπως η ουρά του πετεινού,[15] προσδίδοντας διακοσμητικό χαρακτήρα (plumes) στην οπίσθια πλευρά του πτηνού και, στο έδαφος, δίνουν «θαμνοειδή» εντύπωση (sic).[16]

Το σφηνοειδές σε σχήμα, λεπτό ράμφος έχει περίπου 10 εκατοστά μήκος, η ίριδα είναι πορτοκαλί, ενώ οι ταρσοί είναι μακρείς (20-25 εκ.) και λεπτοί. Τα φύλα είναι δύσκολο να τα διακρίνει κάποιος μορφολογικά, με τα αρσενικά να είναι κατά μέσο όρο ελαφρώς βαρύτερα από τα θηλυκά.

Τα νεαρά πουλιά είναι σαφώς πιο «θαμπά» σε χρωματισμούς, με ομοιόμορφο ανοικτό γκρι-καφέ χρώμα και ωχροκαφετιές άκρες στα πτερά του σώματός τους και, στερούνται -αρχικά- τα διακοσμητικά «πεσμένα» πτερά του πίσω μέρους και το λαμπερό λαιμό των ενηλίκων. Γενικά, δεν έχουν χαμηλότερο βάρος από τα ενήλικα πουλιά, ενώ σε δύο χρόνια είναι παρόμοια με εκείνα.[8][9] Κάθε δύο χρόνια, πριν από τη μετανάστευση, οι ενήλικοι γερανοί υποβάλλονται σε μια πλήρη έκδυση (moulting), παραμένοντας στο έδαφος χωρίς να μπορούν να πετάξουν για έξι εβδομάδες, μέχρι να αναπτυχθούν τα νέα φτερά.

Βιομετρικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Μήκος σώματος (ύψος): 113-115 εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: 203-232 εκατοστά
  • Βάρος: 5,6 κιλά κατά μέσον όρο [17]

Το είδος είναι παμφάγο τόσο κατά την αναπαραγωγική όσο και στη μη αναπαραγωγική περίοδο, με τη φυτική διατροφή του να αποτελείται από ρίζες και βλαστούς, ριζώματα, κονδύλους (π.χ. πατάτες), φύλλα καλλιεργημένων φυτών και άγριες πόες (π.χ. κράμβες, τριφύλλια, τσουκνίδες, στελάριες), υδροχαρή φυτά, καρπούς (π.χ. Empetrum, Vaccinium και Oxycoccus), δημητριακά (π.χ. σιτάρι, κριθάρι, βρώμη, σίκαλη, καλαμπόκι, ρύζι), μπιζέλια, ελιές, βελανίδια, αραχίδες και τους καρπούς του Cajanus (Cramp & Simmons 1980, Urban et al 1986).

Η ζωική διατροφή του είδους περιλαμβάνει ενήλικα έντομα (σκαθάρια, μύγες) και προνύμφες (λεπιδόπτερα) εντόμων, σαλιγκάρια, σκουλήκια, σαρανταποδαρούσες, αράχνες, βατράχια, σαμιαμίδια, σαύρες, φίδια, μικρά θηλαστικά (τρωκτικά και μυγαλές), ψάρια και, περιστασιακά, αυγά και νεοσσοί των μικρών πτηνών (Cramp & Simmons 1980, Urban et al 1986).

Κατά τη διάρκεια της άνοιξης οι γερανοί τρέφονται κυρίως με σπόρους. Για να αναπληρώσουν τη χαμένη ενέργεια, χρειάζεται να προσλαμβάνουν μέχρι 300 γραμμάρια τροφής ημερησίως, που αντιστοιχεί στο 80% της δραστηριότητας. Στις αρχές του καλοκαιριού, το φαγητό τους αποτελείται κυρίως από έντομα και μικρά σπονδυλωτά, ενώ όταν τα νεαρά πουλιά έχουν συμπληρώσει την ηλικία αρκετών εβδομάδων, ακόμη και μεγαλύτερα ζώα, όπως ποντίκια εμπλουτίζουν το διαιτολόγιο. Στο τέλος του καλοκαιριού και το φθινόπωρο η αναζήτηση τροφής αντιστοιχεί στο 40 έως 60% της ημερησίας δραστηριότητας.

Οι γερανοί μπορεί να τρέφονται στην ξηρά ή σε ρηχά νερά, ψάχνοντας σχολαστικά ολόγυρα με τα ράμφη τους για οποιονδήποτε βρώσιμο οργανισμό. Αν και κάποιες καλλιέργειες μπορεί τοπικά να καταστραφούν από τα πουλιά, ως επί το πλείστον καταναλώνουν υπολείμματα σιτηρών το χειμώνα, από ήδη συγκομισμένα χωράφια και, έτσι στην πραγματικότητα, ενεργούν πιο συχνά προς όφελος των γεωργών προετοιμάζοντάς τα για χρήση κατά το επόμενο έτος. Όπως συμβαίνει και με άλλα είδη γερανών, η βρώση, η πόση νερού και το κούρνιασμα γίνονται σε μικρές ομάδες, οι οποίες μπορούν ποικιλοτρόπως να αποτελούνται από μεμονωμένα ζευγάρια, οικογένειες ή χειμερινά σμήνη.

Ενήλικος γερανός εν πτήσει

Οι γερανοί πετούν με χαρακτηριστικό τρόπο, ενώ η φιγούρα και οι σχηματισμοί (formations) που διαμορφώνουν, τους κάνουν να ξεχωρίζουν από άλλα πουλιά που πετάνε σε παρόμοια ύψη. Πριν απογειωθούν, φέρνουν συνήθως το κεφάλι και το λαιμό τεντωμένα προς τα επάνω σε γωνία 10-20 μοιρών προς την κατεύθυνση της πτήσης, συγχρονίζονται ο ένας με τον άλλον και, βγάζουν τη χαρακτηριστική «τρομπετοειδή» φωνή τους. Κατόπιν κάνουν λίγα γρήγορα βήματα, και απογειώνονται. Όταν πετούν κρατούν εντελώς τεντωμένο το λαιμό τους και ελαφρά κάτω από το οριζόντιο επίπεδο, ενώ επίσης και οι ταρσοί διατηρούνται τεντωμένοι και μακριά από το σώμα. Είναι καταπληκτικοί ταξιδευτές και μπορούν να καλύψουν μέχρι 2.000 χιλιόμετρα χωρίς στάση, αλλά οι αποστάσεις που καλύπτονται ημερησίως είναι συνήθως 100 χιλιόμετρα, με μέση ταχύτητα 45 έως 65 χμ/ώρα, που με τη βοήθεια του ανέμου, μπορούν να φθάσουν μέχρι και 130 χλμ/ώρα.[8][9] Πετούν συνήθως σε σχηματισμό «V» ή σε ευθεία μακριά γραμμή, έτσι ώστε η αντίσταση του αέρα να μειώνεται ενώ κάποιες φορές γυροπετούν (soaring).[16]

Οι γερανοί αρθρώνουν ποικίλα καλέσματα, που έχουν σημασία για την κοινωνική συμπεριφορά τους. Ο δυνατός ήχος-«τρομπέτα» που βγάζουν, συνήθως στον αέρα ή κατά την περίοδο ζευγαρώματος [18], πραγματοποιείται μέσω του μακριού λαιμού τους που λειτουργεί ως ηχητικός σωλήνας. Όταν το ένα πτηνό ξεκινήσει, συνήθως ακολουθεί προσεκτικά συντονισμένη ακολουθία των άλλων, ενώ αρσενικά και θηλυκά μπορεί να απαρτίζουν «ντουέτα». Με ανάλυση συχνότητας (Sonagrafie), η φωνή κάθε πουλιού μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αναγνώρισή του.[19] Μια άλλη δυνατή κραυγή που αρθρώνουν, είναι η κραυγή του συναγερμού, όταν βρίσκεται σε κίνδυνο ένα ζευγάρι ή περισσότερα πτηνά. Τέλος, ειδικά όταν δεν υπάρχει οπτική επαφή, βγάζουν μια ισχυρότερη κραυγή που, εκφράζει την αναζήτηση ενός μεμονωμένου ατόμου ή ομάδας, ενώ αναγγέλλει επίσης την επικείμενη αναχώρηση.[9]

Οι γερανοί είναι αγελαία πτηνά για μεγάλο μέρος του έτους και, μεταναστεύουν σε σμήνη μεταξύ 10-50 έως 400 ατόμων (Αφρική), ενώ συγκεντρώνονται σε ομάδες που μπορεί να φθάσουν μέχρι και τα 1.000 άτομα στη μη αναπαραγωγική εποχή (Cramp & Simmons 1980, Urban et al. 1986). Κατ' εξαίρεση μπορεί να υπάρχουν και σμήνη μέχρι και 4.000 ατόμων, κατά την περίοδο αλλαγής πτερώματος (Cramp & Simmons 1980). Πάντως τα ζευγάρια που σχηματίζονται κατά την περίοδο φωλιάσματος, απαντούν συνήθως μόνα τους. Οι περιοχές ανάπαυσης και συγκέντρωσης των πουλιών κατά τη μετανάστευση είναι, πιθανότατα, οι ίδιες κάθε φορά, με την έκταση του «στρώματος» συνάθροισης που σχηματίζεται να φθάνει σε κάποιες περιπτώσεις τα 20 χιλιόμετρα.

Η έναρξη της δραστηριότητάς τους για αναζήτηση τροφής, είναι συνήθως με το πρώτο φως και, μπορεί να κρατήσει μέχρι το βράδυ, με ενδιάμεσα διαλείμματα για ξεκούραση. Κάποιες συγκεκριμένες συμπεριφορές ρυθμίζουν τις πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ των ατόμων μιας ομάδας. Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στην κόκκινη περιοχή της κορυφής του κεφαλιού τους, που φαίνεται να διογκώνεται σε διάφορες περιπτώσεις διέγερσης των πτηνών. Επίσης ο χορός εκτός της περιόδου αναπαραγωγής έχει σε ορισμένες περιπτώσεις αυτή τη λειτουργία, ειδικά την άνοιξη και το φθινόπωρο οπότε έρχονται όχι μόνο μεμονωμένα πτηνά αλλά και μεγαλύτερες ομάδες.[9]

Ο χαρακτηριστικός λαιμός του Γερανού

Για να υπερασπιστούν το έδαφός τους, οι γερανοί απειλούν τον εισβολέα και στη συνέχεια τού επιτίθενται, αν δεν απομακρυνθεί. Αυτή είναι συνήθως αποστολή του αρσενικού, αλλά μπορεί επίσης να γίνει από όλη την οικογένεια.[9]

Συνήθως δύο ημέρες πριν από την έναρξη της αποδημίας, τα πτηνά παρουσιάζουν ανήσυχη συμπεριφορά. Φωνάζουν και «χορεύουν» περισσότερο, έχουν διαταραγμένο ρυθμό κατά τη διάρκεια των βραδινών τους πτήσεων πάνω από τις θέσεις κουρνιάσματος και είναι εξιταρισμένα. Οι προϋποθέσεις για την έναρξη της αποδημίας περιλαμβάνουν επίσης την ένταση των ανέμων, τα επίπεδα των συσσωρευμένων θρεπτικών συστατικών και τις θερμοκρασιακές αλλαγές.[8][9]

Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ένα ζευγάρι μπορεί να είναι μαζί για πολλά χρόνια, τα τελετουργικά ερωτοτροπίας λαμβάνουν χώρα από το ζεύγος κάθε άνοιξη. Ο «χορός» τους εκφράζει πολύπλοκες κοινωνικές σχέσεις και μπορεί να συμβεί σχεδόν σε οποιαδήποτε εποχή του χρόνου, αλλά εντείνεται κατά την αναπαραγωγική περίοδο. Συνήθως πραγματοποιείται νωρίς το πρωί σε παρακείμενη του φωλιάσματος περιοχή και, μπορεί να περιλαμβάνει μικρά πηδήματα, υποκλίσεις, πιρουέτες με ανοιγμένες πτέρυγες, τρέξιμο σε ευθεία γραμμή με διαλείμματα, όπως και σε άλλα είδη γερανών. Οι σκηνές ερωτοτροπίας αρχίζουν συνήθως με το αρσενικό να ακολουθεί το θηλυκό με ένα μεγαλόπρεπο βηματισμό, ενώ αρθρώνονται ομόφωνα «σαλπιγγόφωνα» καλέσματα. Το τελετουργικό συνεχίζεται και μετά την επιλογή του συντρόφου και, τελειώνει με το κτίσιμο της φωλιάς και την εναπόθεση των αυγών. Επιθετικές διαθέσεις κατά τη διεκδίκηση μπορεί να περιλαμβάνουν ανασηκωμένα πτερά, ρίψεις φυτικού υλικού στον αέρα και επιδεικνύοντας το γυμνό κόκκινο «μπάλωμα» στο κεφάλι τους.

Οι γερανοί είναι συνήθως μονογαμικοί για όλη τους τη ζωή, αλλά πρόσφατες μελέτες δείχνουν [20][21] ότι αλλαγή στο σύντροφο είναι δυνατή, πιο συχνά από ό, τι στο παρελθόν ήταν γνωστό. Είναι σεξουαλικά ώριμοι σε ηλικία τριών έως πέντε ετών, αλλά μπορεί να έχουν βρει σύντροφο στην ηλικία των δύο ετών.[9]

Νεαροί γερανοί

Η περίοδος αναπαραγωγής στις νότιες επικράτειες ξεκινάει στα μέσα Απριλίου, στις μέσες περιοχές διαρκεί από τον Απρίλιο μέχρι το Μάιο, ενώ στις βόρειες από το Μάιο μέχρι τον Ιούνιο. Στις υδάτινες περιοχές όπου φωλιάζει (βλ. Βιότοπος), ο γερανός κατασκευάζει τη φωλιά του σε σε μια μικρή ξέρα ή προεξοχή σε ρηχά νερά και, την επαναχρησιμοποιεί για τα επόμενα χρόνια (Harrison). Πρέπει να είναι απόλυτα απρόσιτη, γι’αυτό βρίσκεται μέσα σε βάλτους ή κινούμενα εδάφη, αλλά μπορεί να βρίσκεται και σε τοποθεσίες με κύπερους (Cyperaceae) (Malik and Prange 1995). Είναι μια ελαφρώς υπερυψωμένη κατασκευή, διαμέτρου 90 εκατοστών περίπου, από παρακείμενο φυτικό υλικό που συλλέγουν και τα δύο μέλη του ζευγαριού, ενώ σπάνια χρησιμοποιούνται ξερόκλαδα.[22]

Η ωοτοκία γίνεται μία μόνο φορά σε κάθε αναπαραγωγική περίοδο και αποτελείται από 2, κάποιες φορές 1 έως 3 αβγά, τα οποία εναποτίθενται κάθε 2 ημέρες ή και περισσότερο. Η επώαση πραγματοποιείται κυρίως από το θηλυκό, αλλά ενίοτε με τη συμμετοχή και του αρσενικού και, διαρκεί 28-30 ημέρες, ενώ η εκκόλαψη πραγματοποιείται με διαφορά 2 ημερών, επίσης. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφυγοι, δηλαδή αρκετά ανεπτυγμένοι από τη γέννησή τους και, επιτηρούνται και από τους δύο γονείς, τους οποίους ακολουθούν αφού εγκαταλείψουν τη φωλιά σε λίγες ημέρες. Αποκτούν κανονικό πτέρωμα στις 6 εβδομάδες και ανεξαρτητοποιούνται στις 10 εβδομάδες, περίπου.[23]

Στην Ελλάδα, ο γερανός δεν φωλιάζει αλλά είναι διαβατικός από τη χώρα, τόσο κατά την εαρινή (Μάρτιος), όσο και κατά τη φθινοπωρινή (Οκτώβριος) μετανάστευση.[12]

Τόσο στα εδάφη αναπαραγωγής όσο και μη αναπαραγωγής, το είδος απειλείται από την απώλεια των ενδιαιτημάτων του ή την υποβάθμισή τους μέσω της κατασκευής φραγμάτων, την αστικοποίηση, την επέκταση της γεωργίας (συμπεριλαμβανομένων των αλλαγών στη χρήση της γης, την εντατικοποίηση, τα ενισχυμένα συστήματα άρδευσης και την αλλαγή παραδοσιακών περιοχών αναζήτησης τροφής (Meine και Archibald 1996).

Ειδικότερα, στα αναπαραγωγικά εδάφη που αναπτύσσονται σε έντονο βαθμό, το είδος απειλείται από τη διατάραξη των χώρων φωλιάσματος από τον τουρισμό και τις δραστηριότητες αναψυχής που, μειώνουν την αναπαραγωγική επιτυχία, αλλά και από την αύξηση της συχνότητας εμφάνισης θηρευτών των νεοσσών, όπως κορακοειδή, αγριογούρουνα και αλεπούδες (Meine και Archibald 1996). Η συλλογή των αυγών είναι επίσης μια απειλή για τον πληθυσμό αναπαραγωγής στην Τουρκία (Meine και Archibald 1996).

Στις μη αναπαραγωγικές περιοχές, ο γερανός απειλείται ιδιαίτερα από τον κατακερματισμό των ενδιαιτημάτων του και την απώλεια πολλών μικρότερων παραδοσιακών χώρων διατροφής και κουρνιάσματος, οδηγώντας σε αύξηση των συγκεντρώσεων των μεγάλων κοπαδιών σε μικρότερες περιοχές και, ως εκ τούτου, την αύξηση του ανταγωνισμού (Cramp & Simmons 1980, Alonso et al. 1994, Meine και Archibald 1996). Η δηλητηρίαση από φυτοφάρμακα μπορεί επίσης να επηρεάζει τους γερανούς κατά μήκος των οδών μετανάστευσης και σε ορισμένες περιοχές διαχείμασης, ιδίως όταν τα πουλιά εξαρτώνται από σιτηρά σε αγρούς (Meine και Archibald 1996). Οι συγκρούσεις με τα δίκτυα κοινής ωφελείας είναι συχνές στις ιδιαίτερα ανεπτυγμένες περιοχές, κατά μήκος των οδών μετανάστευσης και σε περιοχές διαχείμασης (οι συγκρούσεις είναι η κύρια αιτία της θνησιμότητας των ενηλίκων στις περιοχές διαχείμασης στην Ισπανία) (Meine και Archibald 1996). Το κυνήγι είναι μια σημαντική απειλή για το είδος αυτό για τη μετανάστευση (π.χ. στο Αφγανιστάν και το Πακιστάν) (Meine και Archibald 1996, Nawaz et al. 2006), ενώ η παράνομη λαθροθηρία έχει αναγνωριστεί ως πρόβλημα και σε άλλες περιοχές (συμπεριλαμβανομένης της Πορτογαλίας, της νοτιοανατολικής Ευρώπης, την Αίγυπτο και το Σουδάν) (Meine και Archibald 1996).

Κατάσταση πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Πετώντας μαζί με τους γερανούς

Η κατάσταση του παγκόσμιου πληθυσμού είναι αβέβαιη, διότι σε άλλες περιοχές μειώνεται, σε άλλες αυξάνεται και σε άλλες παραμένει σταθερή (Wetlands International 2006). Πάντως η IUCN έχει χαρακτηρίσει το είδος ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) [1]

Στην Ελλάδα, ο γερανός αναφέρεται ότι φώλιασε για τελευταία φορά, στο Δέλτα του Έβρου το 1965. Σήμερα περνάει πάνω από τη χώρα, πολλές φορές χωρίς καν να σταματήσει, ιδιαίτερα τη άνοιξη, ενώ ελάχιστα άτομα ξεχειμωνιάζουν ακανόνιστα σε υγροτόπους της βόρειας χώρας. Η μεγαλύτερη καταμέτρηση (400 άτομα) πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του 1965 στο Δέλτα του Έβρου. Παρά τα ελλιπή δεδομένα, φαίνεται ότι οι γερανοί κατά τη μετανάστευσή τους προτιμούν την οδό του Αιγαίου και της ανατολικής-βορειοανατολικής Ελλάδας παρά της δυτικής. Μάλλον η οριστική διακοπή του φωλιάσματος συμπίπτει χρονικά με τα έργα αποξήρανσης στο Δέλτα του Έβρου και, πιθανόν την εντατικοποίηση της λαθροθηρίας στην περιοχή.[13]

Άλλες περιοχές όπου έχουν παρατηρηθεί περιστασιακά, είναι η λίμνη Κερκίνη, η λίμνη Άγρα και η Γιάλοβα στην Πύλο.[24]

Πληροφορίες διαχείρισης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αφαίρεση των συστάδων από ιτιές, καλάμια και της ελώδους βλάστησης στην περιοχή Kremmener Luch Nature Reserve, της κεντρικής Γερμανίας, ήταν επιτυχής όσον αφορά στην παροχή κατάλληλων χώρων κουρνιάσματος με μεγάλη πανοραμική θέα, που προσείλκυσε το είδος στην περιοχή (Malik και Prange 1995). Η βλάστηση απομακρύνεται κατά τους χειμερινούς μήνες: τα δένδρα απομακρύνονται με ειδικά φάρμακα και τα καλάμια αποκόπτονται με μηχανικά μέσα (Malik και Prange 1995). Άλλες προσπάθειες διαχείρισης στη δυτική Ευρώπη περιλαμβάνουν τη μετεγκατάσταση των γραμμών κοινής ωφελείας, καθώς και προγράμματα για την ενθάρρυνση φύτευσης καλλιεργειών που αρέσουν στα πτηνά και χρήση υπολειμμάτων δημητριακών για περιστασιακή διατροφή τους (μακριά από τις γεωργικές καλλιέργειες) (Meine και Archibald 1996).

Στον ελλαδικό χώρο o Γερανός απαντά και με τις ονομασίες, Αγερανός, Γεράνι, Γερίλλα (Αττική, αρβανίτικα), Κλαγούνα, Κορέλλα, Κορίνα (Αχαΐα), Σταχτογερανός και Τούρνα (Θράκη).[25]

i. ^ Στους Snow & Perrins, C. M. 1998 [7] υπάρχει αναφορά για μόνιμους πληθυσμούς στα ανατολικά και νότια της Μαύρης Θάλασσας, αλλά στο χάρτη κατανομής της IUCN [10] φαίνεται ξεκάθαρα η παρουσία επιδημητικών θυλάκων και στα ηπειρωτικά της Τουρκίας, σχεδόν μέχρι τη Μεσόγειο Θάλασσα.

ii. ^ Το «πρόβλημα» με τον γερανό, όπως άλλωστε και με όλα τα πλήρως μεταναστευτικά είδη αυτού του βεληνεκούς είναι ότι, αποτελεί εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση η καταγραφή της κατάστασης «μετακίνησης» των απαντώμενων πληθυσμών (αναπαραγόμενοι, μόνιμοι, μερικώς ή πλήρως μεταναστευτικοί), χωρίς τη βοήθεια εξειδικευμένων μεθόδων μέτρησης και παρακολούθησης (δακτυλίωση, τηλεμετρίες κλπ). Πρακτικά, ένα -μη αναπαραγόμενο άτομο- που παρατηρείται σε μία περιοχή, μπορεί να βρίσκεται εκεί μόνο για την περίοδο που παρατηρείται (συνήθως χειμώνα ή καλοκαίρι) ή να είναι απλώς περαστικό προς τις μεγάλες περιοχές διαχείμασης ή αναπαραγωγής, πάλι ανάλογα με την εποχή.

  1. 1,0 1,1 1,2 BirdLife International (2012). Grus grus στην Κόκκινη Λίστα Απειλούμενων Ειδών της IUCN. Έκδοση 2013.2. Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN). Ανακτήθηκε 28 Μαρτίου 2014.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 Howard and Moore, p. 128
  3. Πάπυρος-Λαρούς Μπριτάνικα (1992), τόμος 16, σελίδα 472
  4. 4,0 4,1 4,2 «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Ιουνίου 2013. Ανακτήθηκε στις 21 Ιουλίου 2013. 
  5. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt
  6. Northern Prairie Wildlife Research Center: The Cranes. Status Survey and Conservation Action Plan. Evolution and Classification, Weblink
  7. 7,0 7,1 Snow and Perrins 1998
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 8,4 Urs N. Glutz von Blotzheim
  9. 9,00 9,01 9,02 9,03 9,04 9,05 9,06 9,07 9,08 9,09 9,10 9,11 Prange
  10. 10,0 10,1 BirdLife International and NatureServe (2012). «Grus grus: Χάρτης γεωγραφικής κατανομής». IUCN. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Δεκεμβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 28 Μαρτίου 2014. 
  11. Αγγλική και Γερμανική Βικιπαίδεια
  12. 12,0 12,1 Όντρια, σ. 94
  13. 13,0 13,1 Κόκκινο Βιβλίο, σ. 164
  14. Heinzel et al, p. 128
  15. Πάπυρος-Λαρούς Μπριτάνικα
  16. 16,0 16,1 Bruun, p. 102
  17. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Απριλίου 2013. Ανακτήθηκε στις 21 Ιουλίου 2013. 
  18. Klangbeispiel / NABU-Weblin
  19. Wessling
  20. J. A. Alonso & J. C. Alonso
  21. Wessling Auswertungen des Monitoring von 2 Kranicharten in 5 Brutgebieten über 10 Jahre
  22. Harrison, p. 128
  23. Harrison, p. 129
  24. ΣΠΠΕ
  25. Απαλοδήμος, σ. 29
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Collin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Β. Κιόρτσης στην Πάπυρος-Λαρούς Μπριτάνικα, τόμος 16, λήμμα «Γερανός»
  • Ιωάννη Όντρια, Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια, Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας, Αθήνα 1992»
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • IUCN Red List: http://www.iucnredlist.org/
  • J. A. Alonso, J. C. Alonso: Colour marking of Common Cranes in Europe: first results from the European data base. Vogelwelt 120: 295-300, 1999
  • Alonso, J. C.; Alonso, J. A.; Bautista, L. M. 1994. Carrying Capacity of Staging Areas and Facultative Migration Extension in Common Cranes. Journal of Applied Ecology 31: 212-222.
  • Bernhard Wessling: Individual Recognition of Cranes, Monitoring and Vocal Communication Analysis by Sonography", Vortrag auf der 4. Europäischen Kranichtagung in Verdun, Nov 2000; in: Proceedings 4 ème congrès européen sur les grues, 11-12-13 novembre 2000, Centre Mondial de la Paix Verdun Lorraine Alain Salvi Ed. -Fénétrange (France)- 2003, p 134 - 144; siehe auch B. Wessling: Kranichgedanken. Margraf Verlag 2000, ISBN 3-8236-1326-X.
  • Brazil, M. 2009. Birds of East Asia: eastern China, Taiwan, Korea, Japan, eastern Russia. Christopher Helm, London.
  • Cramp, S.; Simmons, K. E. L. 1980. Handbook of the birds of Europe, the Middle East and Africa. The birds of the western Palearctic vol II: hawks to bustards. Oxford University Press, Oxford, U.K.
  • Delany, S.; Scott, D. 2006. Waterbird population estimates. Wetlands International, Wageningen, The Netherlands.
  • Malik, J.; Prange, H. 1995. Management of the nature reserve "Kremmener Luch" and its effects on crane resting. In: Prange, H. (ed.), Crane research and protection in Europe, pp. 24–35. Naturschutzbund Deutschland and Umweltstiftung WWF Deutschland, Frankfurt.
  • Meine, C. D.; Archibald, G. W. 1996. The cranes - status survey and conservation action plan. International Union for Conservation of Nature and Natural Resources, Gland, Switzerland, and Cambridge, U.K.
  • Nawaz, M.; Nawaz, Y.; Malik, M. F.; Shahabuddin. 2006. Hunting pressure and impact of Afghan refugees on migratory cranes in Pakistan. Zoos' Print Journal 21(7): 2333-2334.
  • Hartwig Prange: Der Graue Kranich (Grus grus). Die Neue Brehm Bücherei, Westarp Wissenschaften, A. Ziemen Verlag, Wittenberg-Lutherstadt 1989, ISBN 3-89432-346-9
  • Snow, D. W.; Perrins, C. M. 1998. The Birds of the Western Palearctic vol. 1: Non-Passerines. Oxford University Press, Oxford.
  • Sokolov, L. V.; Gordienko, N. S. 2008. Has recent climate warming affected the dates of bird arrival to the Il'men Reserve in the Southern Urals? Russian Journal of Ecology 39: 56-62.
  • Urban, E. K.; Fry, C. H.; Keith, S. 1986. The birds of Africa vol. II. Academic Press, London.
  • Urs N. Glutz von Blotzheim: Handbuch der Vögel Mitteleuropas. Band 5. Galliformes und Gruiformes. Aula Verlag, Wiesbaden 1994, ISBN 3-89104-561-1
  • Végvári, Zs. 2002. Autumn staging and habitat selection by common cranes Grus grus in the Hortobágy National Park, Hungary. Folia Zoologica 51(3): 221-225.