Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ρους

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αυτό το λήμμα αφορά το σύγχρονο ταξινομικό γένος του φυτού. Για το φυτό, δείτε: Ρους ο βυρσοδεψικός.
Ρους (Rhus)
Καρποί σουμάκι το φθινόπωρο.
Καρποί σουμάκι το φθινόπωρο.
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Κλάδος: Αγγειόσπερμα (Angiosperms)
Κλάδος: Ευδικοτυλήδονα (Eudicots)
Κλάδος: Ροδίδες (Rosids)
Τάξη: Σαπινδώδη (Sapindales)
Οικογένεια: Ανακαρδιοειδή (Anacardiaceae)
Υποοικογένεια: Ανακαρδιοειδή (Anacardioideae)
Γένος: Ρους (Rhus) (συν. Searsia)
Κάρολος Λινναίος (L.)[1]
Τυπικό είδος
Ρους ο βυρσοδεψικός (Rhus coriaria)
Κάρολος Λινναίος (L.) (1753)[2]
Είδη

Περίπου 35 είδη· βλέπε κείμενο

Ο Ρους (Rhus), είναι το γένος από τα περίπου 35 είδη ανθοφόρων φυτών και των συγγενικών γενών, στην οικογένεια των Ανακαρδιοειδών (Anacardiaceae). Αναπτύσσονται στις υποτροπικές και εύκρατες περιοχές σε όλο τον κόσμο, ιδιαίτερα στην Αφρική και τη Βόρεια Αμερική.[3][4]

Ετυμολογία, άλλες ονομασίες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λέγεται επίσης βυρσιά ή βιρσιά ή ρους, από το Αρχαίο Ελληνικό «ῥοῦς» ή, από την παραφθορά του, ρούδι ή σουμάκ ή σουμάκι. Η λέξη «σουμάκ», προέρχεται από την παλαιά Γαλλική "σουμάκι" (13ος αιώνας), από το Μεσαιωνικό Λατινικό sumach, από το Αραβικό summāq (سماق), από το Συριακό summāq (ܣܡܘܩ) - που σημαίνει «κόκκινο».[5]

Οι ρόες είναι θάμνοι και μικρά δένδρα που μπορούν να φτάσουν σε ύψος 1-10 μέτρα. Τα φύλλα τους είναι τοποθετημένα σπειροειδώς, συνήθως σε πτεροειδή ένωση (pinnately compound),[Σημ. 1] αν και ορισμένα είδη έχουν τρίφυλλα ή απλά φύλλα. Τα άνθη τους αναπτύσσονται σε πυκνές ανθήλες (panicles)[Σημ. 2][6] ή στάχεις 5-30 εκατοστών, κάθε άνθος είναι πολύ μικρό, πρασινωπό, κρεμώδες λευκό ή κόκκινο, με πέντε πέταλα.[Σημ. 3] Οι καρποί σχηματίζουν πυκνές συστάδες από κοκκινωπές δρύπες [Σημ. 4][7] οι οποίες ονομάζονται βαρίδια. Οι αποξηραμένοι καρποί κάποιων ειδών θρυμματίζονται για να παράγουν ένα αψύ βυσσινί μπαχαρικό.[8][9]

Οι ρόες πολλαπλασιάζονται τόσο από τους σπόρους (εξαπλώνονται[Σημ. 5] από τα πουλιά και τα άλλα ζώα[Σημ. 6] μέσα από τα περιττώματά τους), όσο και από τους νέους βλαστούς και από τα ριζώματα,[Σημ. 7][10][11] σχηματίζοντας μεγάλες αποικίες κλώνων.[Σημ. 8]

Καλλιέργεια και χρήσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Σουμάκι μπαχαρικό.

Είδη, συμπεριλαμβανομένων του Ρου του αρωματικού (Rhus aromatica), του Ρου του μικρόφυλλου (Rhus microphylla), του μεφιτιδοθάμνου (skunkbush), του ρου του τρίλοβου (Rhus trilobata) κ.ά., είτε καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά φυτά, είτε φύονται ως άγρια ​​είδη.

Αρωματικές ουσίες μπαχαρικών και ποτών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι καρποί του ρου αλέθονται σε μια βυσσινί-μωβ σκόνη και χρησιμοποιούνται ως μπαχαρικό στην κουζίνα της Μέσης Ανατολής για να προσθέσουν μια λεμονάτη γεύση στις σαλάτες ή στο κρέας.[8] Στην Αραβική κουζίνα χρησιμοποιείται ως γαρνιτούρα για μεζέδες όπως το χούμους και ακόμη προστίθεται σε σαλάτες στην Ανατολική Μεσόγειο. Στην ιρανική (περσική και κουρδική) κουζίνα το σουμάκι προστίθεται στο ρύζι ή στο κεμπάπ. Στις κουζίνες της Ιορδανίας και της Τουρκίας προστίθεται στις σαλάτες, στο κεμπάπ και στο λαχματζούν (lahmacun).[Σημ. 9][12] Ο Ρους ο βυρσοδεψικός (Rhus coriaria) χρησιμοποιείται στο μείγμα μπαχαρικών ζάαταρ.[Σημ. 10][13][14][15][16]

Στη Βόρεια Αμερική το λείο σουμάκι (Ρους ο λείος) (R. glabra) και το σουμάκι staghorn (R. typhina), χρησιμοποιούνται μερικές φορές για να κάνουν ένα ποτό που ονομάζεται "σουμακάδα" (από το "sumac-ade"), "ινδική λεμονάδα" ή "χυμός ρου". Αυτό το ποτό γίνεται με το μούλιασμα των δρυπών σε δροσερό νερό, τρίβοντάς τες ώστε να εξαχθούν οι ουσίες, στραγγίζοντας το υγρό με ένα βαμβακερό ύφασμα (τουλπάνι) και γλυκαίνοντάς τες. Οι ιθαγενείς Αμερικανοί χρησιμοποιούν επίσης τα φύλλα και τις δρύπες του ρου σε συνδυασμό με καπνό (ταμπάκο) σε παραδοσιακά μείγματα καπνίσματος.

Χρωστική ουσία στη βυρσοδεψία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα φύλλα ορισμένων ειδών ρου δίνουν τανίνη (ως επί το πλείστον την πυρογαλλόλη-τύπου (pyrogallol-type), μια ουσία που χρησιμοποιείται στη φυτική βαφή κατά την επεξεργασία δερμάτων. Τα δερμάτινα που είναι ψεκασμένα με σουμάκ είναι εύκαμπτα, ελαφρά στο βάρος και ανοιχτόχρωμα. Με τανίνες σουμάκ χρωματίζονται τα δερμάτινα του Μαρόκου.[17]

Το σουμάκι χρησιμοποιήθηκε ως θεραπεία για αρκετές ελαφράς μορφής ασθένειες στη μεσαιωνική ιατρική, κυρίως στις χώρες της Μέσης Ανατολής (όπου το σουμάκι ήταν πιο εύκολα διαθέσιμο, σε σχέση με την Ευρώπη). Ένα ναυάγιο του 11ου αιώνα στα ανοικτά των ακτών της Ρόδου, ​​που ανασκάφηκε από τους αρχαιολόγους το 1970, περιείχε εμπορικές ποσότητες από δρύπες ρου. Αυτές θα μπορούσαν να προορίζονταν για χρήση φαρμακευτική, μαγειρική ή για βαφή.[18] Ο ρους είδους Rhus typhina είναι ισχυρό αντιοξειδωτικό, με βαθμολογία ORAC πάνω από 1.500 μmol TE/g.[19]

Μερικοί μελισσοκόμοι χρησιμοποιούν αποξηραμένα βαρίδια σουμάκ ως πηγή καύσης για το κάπνισμα των μελισσιών τους.[20]

Τα στελέχη του ρου έχουν επίσης μια μαλακή ψίχα στο κέντρο, που είναι χρήσιμη στην παραδοσιακή παρασκευή της αμερικάνικης πίπας καπνίσματος. Χρησιμοποιούνταν συνήθως ως στελέχη πιπών στις βόρειες Ηνωμένες Πολιτείες.[21]

Το αποξηραμένο ξύλο του ρου φθορίζει κάτω από μεγάλου μήκους κύματος υπεριώδη ακτινοβολία.[22]

Τοξικότητα και έλεγχος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μερικά είδη πρότερα αναγνωρισμένα ως είδη ρου, όπως ο δηλητηριώδης κισσός (Toxicodendron radicans, συν. Rhus Toxicodendron), η δηλητηριώδης βελανιδιά (Toxicodendron diversilobum, συν. Rhus diversiloba) και ο δηλητηριώδης ρους (Toxicodendron vernix, συν. Rhus vernix), έχουν το αλλεργιογόνο ουρουσιόλ (urushiol) και μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές αλλεργικές αντιδράσεις. Ο δηλητηριώδης ρους αναγνωρίζεται από τις λευκές του δρύπες, οι οποίες διαφέρουν από τις ερυθρές δρύπες του γνήσιου ρου.

Το κλάδεμα του ρου δεν είναι ένα καλό μέτρο ελέγχου, δεδομένου ότι το ξύλο του είναι ελαστικό, με αποτέλεσμα να έχουμε ακανόνιστα, αιχμηρά πρέμνα μετά το κλάδεμα. Το φυτό ανακάμπτει γρήγορα, με νέα αύξηση μετά το κλάδεμα.[23] Οι αίγες θεωρούνται μια αποτελεσματική και γρήγορη μέθοδος ελέγχου του μεγέθους των ρόων, καθώς τρώνε τον φλοιό, ο οποίος βοηθά στην πρόληψη νέων βλαστών.

Κάποτε ο ρους περιείχε πάνω από 250 είδη. Πρόσφατες έρευνες μοριακής φυλογένεσης προτείνουν τη διάσπαση του ρου εν ευρεία εννοία σε γένη Actinocheita, Baronia, Cotinus, Malosma, Searsia, Toxicodendron και σε ρου γένους Rhus εν στενή εννοία. Αν γίνει αυτό, τότε περίπου 35 είδη θα παραμείνουν στο γένος ρους (Rhus). Ωστόσο, τα δεδομένα δεν είναι ακόμα αρκετά σαφή ώστε να διευθετηθεί η σωστή τοποθέτηση όλων των ειδών σε αυτά τα γένη.[24][25]

Αφρική (όλα αυτά τα είδη, έχουν μεταφερθεί στο γένος Searsia)
  • Rhus acocksii Moffett
  • Rhus albomarginata Sond.
  • Rhus angustifolia L.
  • Rhus batophylla Codd
  • Rhus baurii Schönl.
  • Rhus bolusii Sond. πρώην Engl.
  • Rhus brenanii Kokwaro
  • Rhus burchellii Sond. πρώην Engl.
  • Rhus carnosula Schönl.
  • Rhus chirindensis Bakh.f.
  • Rhus ciliata Licht. πρώην Schult.
  • Rhus crenata Thunb.
  • Rhus cuneifolia L.
  • Rhus dentata Thunb.
  • Rhus discolor E.Mey. πρώην Sond.
  • Rhus dissecta Thunb.
  • Rhus divaricata Eckl. & Zeyh.
  • Rhus dracomontana Moffett
  • Rhus dregeana Sond.
  • Rhus dura Schönl.
  • Rhus engleri Britt.
  • Rhus erosa Thunb.
  • Rhus fastigiata Eckl. & Zeyh.
  • Rhus gerrardii (Harv. πρώην Engl.) Diels.
  • Rhus glauca Thunb.
  • Rhus gracillima Engl.
  • Rhus grandidens Harv. πρώην Engl.
  • Rhus gueinzii Sond.
  • Rhus harveyi Moffett
  • Rhus horrida Eckl. & Zeyh.
  • Rhus incisa L.f.
  • Rhus kirkii Oliv.
  • Rhus keetii Schönl.
  • Rhus krebsiana Presl πρώην Engl.
  • Rhus laevigata L.
  • Rhus lancea L.f.? (συν. Searsia lancea)
  • Rhus leptodictya Diels.
  • Rhus loemnodia Ruckt.
  • Rhus longipes Engl.(1883)
  • Rhus longispina Eckl. & Zeyh.
  • Rhus lucens Hutch.
  • Rhus lucida L.
  • Rhus macowanii Schönl.
  • Rhus magalismontana Sond.
  • Rhus maricoana Moffett
  • Rhus marlothii Engl.
  • Rhus microcarpa Schönl.
  • Rhus montana Diels
  • Rhus natalensis Bernh. πρώην Krauss
  • Rhus nebulosa Schönl.
  • Rhus pallens Eckl. & Zeyh.
  • Rhus pendulina Jacq.
  • Rhus pentheri Zahlbr.
  • Rhus pondoensis Schönl.
  • Rhus populifolia E.Mey. πρώην Sond.
  • Rhus problematodes Merxm. & Roessl.
  • Rhus pterota Presl
  • Rhus pygmaea Moffett
  • Rhus pyroides Burch.
  • Rhus quartiniana A.Rich.
  • Rhus refracta Eckl. & Zeyh.
  • Rhus rehmanniana Engl.
  • Rhus rigida Mill.
  • Rhus rimosa Eckl. & Zeyh.
  • Rhus rogersii Schönl.
  • Rhus rosmarinifolia Vahl
  • Rhus rudatisii Engl.
  • Rhus scytophylla Eckl. & Zeyh.
  • Rhus sekhukhuniensis Moffett
  • Rhus stenophylla Eckl. & Zeyh.
  • Rhus tenuinervis Engl.
  • Rhus tomentosa L.
  • Rhus transvaalensis Engl.
  • Rhus tridactyla Burch.
  • Rhus tumulicola S.Moore
  • Rhus undulata Jacq.
  • Rhus volkii Suesseng.
  • Rhus wilmsii Diels.
  • Rhus zeyheri Sond.
Ασία
  • Rhus chinensis Philip Miller (Mill.) - Κινέζικο σουμάκι (Chinese sumac)
  • Rhus delavayi Franchet
  • Rhus hypoleuca
  • Rhus punjabensis - Σουμάκι του Πουντζάμπ (Punjab Sumac)
  • Rhus verniciflua (συν. Toxicodendron vernicifluum, Δέντρο λάκας (lacquer tree))
  • Rhus succedanea (συν. Toxicodendron succedaneum)
Αυστραλία, Ειρηνικός
Λεκάνη της Μεσογείου
  • Ρους ο βυρσοδεψικός (Rhus coriaria) - σουμάκι του βυρσοδέψη (Tanner's sumac)
  • Rhus pentaphylla (μεταφέρθηκε στο γένος Searsia)
  • Rhus tripartita (μεταφέρθηκε στο γένος Searsia)
Μέση Ανατολή (όλα τα είδη αυτά έχουν μεταφερθεί στο γένος Searsia)
Ανατολική Βόρεια Αμερική
  • Rhus aromatica - αρωματική σουμάκι (fragrant sumac)
  • Rhus copallina - φτερωτό ή λαμπερό σουμάκι (winged or shining sumac)
  • Rhus glabra - ομαλό σουμάκι (smooth sumac)
  • Rhus lanceolata - σουμάκι του λιβαδιού (prairie sumac)
  • Rhus michauxii - σουμάκι του Michaux (Michaux's sumac)
  • Rhus typhina - σουμάκι του staghorn (staghorn sumac)
  • Rhus Toxicodendron (συν. Toxicodendron radicans, δηλητηριώδης κισσός (poison ivy))
  • Rhus vernix (συν. Toxicodendron vernix, δηλητηριώδες σουμάκ (poison sumac))
Δυτική Βόρεια Αμερική
  • Rhus choriophylla - σουμάκι του Mearn (Mearn's sumac) (Αριζόνα, Νέο Μεξικό)
  • Rhus diversiloba (συν. Toxicodendron diversilobum, - δηλητηριώδης βελανιδιά (poison oak))
  • Rhus laurina (συν. Malosma laurina) - σουμάκι δάφνης (laurel sumac)
  • Rhus integrifolia - σουμάκι λεμονάδα (lemonade sumac)
  • Rhus glabra - ομαλό σουμάκι (smooth sumac)
  • Rhus kearneyi - σουμάκι του Kearney (Kearney sumac)
  • Rhus malloryi Jack A. Wolfe (Wolfe) & Wesley C. Wehr (Wehr) - εξαφανισμένο; Ypresian
  • Rhus microphylla - σουμάκι της ερήμου (desert sumac), μικρόφυλλο σουμάκι (littleleaf sumac)
  • Rhus ovata - ζαχαροσουμάκ (sugar sumac)
  • Rhus rooseae Manchester - εξαφανισμένο; Μέσο Ηώκαινο (Middle Eocene)
  • Rhus trilobata Thomas Nuttall (Nutt.) - skunkbush sumac
  • Rhus virens - αειθαλές σουμάκι (evergreen sumac)
Μεξικό και Κεντρική Αμερική
  • Rhus muelleri - σουμάκι του Müller (Müller's sumac) (βορειοανατολικό Μεξικό)
  1. Πτεροειδές (ενός φύλλου πτεροειδούς), έχοντας φυλλάδια που υποδιαιρούνται περαιτέρω σε μια πτεροειδή διάταξη (βλέπε δύο σχετικές φωτογραφίες).
  2. Ανθήλη είναι μια πολύ-διακλαδισμένη ταξιανθία.
  3. Τα πέταλα (φυτολογία), είναι τροποποιημένα φύλλα τα οποία περιβάλλουν τα αναπαραγωγικά μέρη των λουλουδιών (βλέπε σχετική φωτογραφία).
  4. Στη βοτανική, μία δρύπης (ή πυρηνόκαρπο) είναι ένας καρπός μη διανοιγόμενος στον οποίο ένα εξωτερικό σαρκώδες μέρος (εξωκάρπιο, ή ο φλοιός· και το μεσοκάρπιο, ή σάρκα) περιβάλλουν ένα κέλυφος (το λάκκο, πέτρα, ή πυρένιο) του σκληρυμένου ενδοκαρπίου με έναν σπόρο (πυρήνα) εντός).
  5. Η διασπορά των σπόρων είναι η μετακίνηση ή η μεταφορά των σπόρων μακριά από το μητρικό φυτό.
  6. Τα ζώα μπορούν να διασπείρουν τους σπόρους των φυτών με διάφορους τρόπους, όλοι τους ονομάζονται ζωοχωρία, όταν ο μεταφορέας είναι πτηνό, τότε ονομάζεται ορνιθοχωρία. Άλλοι τρόποι εξάπλωσης των σπόρων είναι η αυτοχωρία, η ανεμοχωρία, η υδροχωρία, η μυρμηγκοχωρία κ. ά.
  7. Στη βοτανική και την δενδρολογία, ένα ρίζωμα (από το Αρχαίο Ελληνικό: ῥίζωμα, "μάζα των ριζών", από το ῥιζόω, "αιτία να χτυπήσει η ρίζα") είναι ένα τροποποιημένο υπόγειο στέλεχος του φυτού, που συνήθως βρίσκεται υπογείως, συχνά στέλνοντας ρίζες και βλαστούς από τα μεσογόνατιά του.
  8. Μία αποικία κλώνων ή genet, είναι μία ομάδα γενετικά πανομοιότυπων ατόμων, όπως φυτά, μύκητες ή βακτήρια, τα οποία έχουν αναπτυχθεί σε μια δεδομένη τοποθεσία, όλα καταγόμενα βλαστητικά, όχι σεξουαλικώς, από ένα μόνο πρόγονο.
  9. Το λαχματζούν (Αρμενικά: լահմաջուն lahmaǰun ή լահմաջո lahmaǰo· Τουρκικά: Lahmacun, από τα Αραβικά: لحم عجين, Lahm'ajīn, συντομογραφία του لحم بعجين, Lahm bi'ajīn, "κρέας με ζύμη"), είναι ένα στρογγυλό, λεπτό κομμάτι ζύμης που είναι καλυμμένο στην κορυφή του με κιμά (συνήθως μοσχάρι ή αρνί) και ψιλοκομμένα λαχανικά και βότανα, όπως κρεμμύδια, ντομάτες και μαϊντανό που στη συνέχεια ψήνεται.
  10. Za'atar (Αραβικά: زعتر) είναι μια γενική ονομασία, μιας οικογένειας σχετικών βοτάνων της Μέσης Ανατολής από τα γένη: Origanum (ρίγανης), Calamintha (βασιλικού θυμαριού (Acinos arvensis)), θυμαριού (τυπικά Thymus vulgaris, δηλαδή, θυμάρι) και Satureja (αλμυρής).
  1. «Rhus L». Germplasm Resources Information Network. United States Department of Agriculture. 23 Νοεμβρίου 2009. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Μαΐου 2012. Ανακτήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 2010. 
  2. «Rhus L». TROPICOS. Missouri Botanical Garden. Ανακτήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 2010. 
  3. 12. Rhus Linnaeus, Flora of China
  4. Rhus L., USDA PLANTS
  5. Etymology of Sumac at Etymonline.com and also at [1] and [2]. Etymology of Rhus at Quattrocchi, Umberto (2000). CRC World Dictionary of Plant Names: Common Names, Scientific Names, Eponyms, Synonyms, and Etymology. IV R-Z. Taylor & Francis US. σελ. 2306. ISBN 978-0-8493-2678-3. 
  6. Hickey, M.; King, C. (2001). The Cambridge Illustrated Glossary of Botanical Terms. Cambridge University Press. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  7. Introductory Plant Biology-edition seven-Kingsley R. Stern
  8. 8,0 8,1 Sumac is also used as a tea substitute by boiling the dried leaves.Sumac - Ingredients - Taste.com.au
  9. «Poison Sumach and Good Sumac Shrubs». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Φεβρουαρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 17 Ιουλίου 2015. 
  10. ῥίζωμα. Liddell, Henry George· Scott, Robert· A Greek–English Lexicon στο Perseus Project
  11. ῥιζόω
  12. Gil Marks (1999). The: World of Jewish Cooking. Simon and Schuster. σελίδες 37–. ISBN 978-0-684-83559-4. 
  13. Also romanized zaatar, za'tar, zatar, zatr, zattr, zahatar, aktar or satar. English pronunciation: /ˈzɑːtɑr/
  14. Allen, 2007, p. 237.
  15. Christine Manfield, Charlie Trotter, Ashley Barber -Spice 2008 - Page 28 "Sumac This reddish ground spice is made from the berries of the sumac bush,"
  16. Aliza Green Field Guide to Herbs & Spices: How to Identify, Select, and Use ... 2006 - Page 257 "In Lebanon, Syria, and Egypt, sumac is cooked with water to a thick sour paste, which is added to meat and vegetable dishes; this method was also common in Roman times. Sumac appears in the Jordanian spice mixture za'atar (page 288) ..."
  17. Davis, Charles T. The Manufacture of Leather. Pub: Henry Carey Baird 1885. May be downloaded from: http://archive.org/details/manufactureoflea01davi
  18. Bass, George Fletcher· Allan, James W. (2003). Serçe Limanı: An Eleventh-century Shipwreck. Texas A&M University Press. σελ. 506. ISBN 978-0-89096-947-2. 
  19. «Evaluation of antioxidant activities and chemical characterisation of staghorn sumac fruit (Rhus hirta L.).». http://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/23411251. 
  20. Avitabile, Alphonse. Sammataro, Diana. The Beekeeper's Handbook. Publisher: Comstock 1998. ISBN 978-0801485039
  21. Lewis, Thomas H. The Medicine Men: Oglala Sioux Ceremony and Healing. Publisher: University of Nebraska Press. 1992. ISBN 978-0803279391
  22. Hoadley, R. Bruce (2000). «Chapter 5: Other Properties of Wood». Understanding Wood: a Craftsman's Guide to Wood Technology (2 έκδοση). Taunton Press. σελίδες 105–107. ISBN 978-1-56158-358-4. 
  23. Ortmann, John; Miles, Katherine L.; Stubbendieck, James H.; Schacht, Walter (1997). Management of Smooth Sumac on Grasslands. University of Nebraska-Lincoln. http://digitalcommons.unl.edu/cgi/viewcontent.cgi?article=2298&context=extensionhist. 
  24. Miller, Allison J.; Young, David A.; Wen, Jun (2001). «Phylogeny and Biogeography of Rhus (Anacardiaceae) Based on ITS Sequence Data». International Journal of Plant Sciences 162 (6): 1401–1407. doi:10.1086/322948. https://archive.org/details/sim_international-journal-of-plant-sciences_2001-11_162_6/page/1401. 
  25. Pell, Susan Katherine (2004-02-18). Molecular Systematics of the Cashew Family (Anacardiaceae). Louisiana State University, σελ. 103–108. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2012-03-15. https://www.webcitation.org/66Bwn7GfO?url=http://etd.lsu.edu/docs/available/etd-04152004-101232/. Ανακτήθηκε στις 2015-07-17. 
  26. Miller, A. 2004. Rhus sp. nov. A. 2006 IUCN Red List of Threatened Species. Downloaded on 23 August 2007.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι (στα Αγγλικά)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]