καταθέτω

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 15:01, 9 Φεβρουαρίου 2024 από τον MathXplore (συζήτηση | συνεισφορές) (Reverted edits by 85.75.76.223 (talk) to last version by Stephilippou: test edits, please use the sandbox)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταθέτω < αρχαία ελληνική κατατίθημι

καταθέτω

  1. (γενικότερα) τοποθετώ κάποιο αντικείμενο σε μνημείο σαν ένδειξη θαυμασμού ή εκτίμησης
  2. (οικονομία) τοποθετώ χρήματα σε λογαριασμό
  3. (νομικός όρος) δίνω κάποια μαρτυρία ή έντυπο σε δικαστική ή άλλη αρχή
    κατέθεσε την παραίτησή του
    πήγε στο δικαστήριο για να καταθέσει υπέρ του κατηγορούμενου
    • (συνεκδοχικά) δίνω ή υποβάλω σε κάποια δημόσια ή άλλη αρχή κάποιο έντυπο ή άλλο αντικείμενο που μου έχει δοθεί ή εντολή που μου έχει ανατεθεί, χάνοντας έτσι το αντίστοιχο δικαίωμα χρήσης του
    κατέθεσαν τα σήματά τους σε ένδειξη διαμαρτυρίας
    μετά από τα τελευταία γεγονότα ο Πρωθυπουργός κατέθεσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]