στόμαχος

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 00:10, 12 Σεπτεμβρίου 2021 από την Sarri.greek (συζήτηση | συνεισφορές) (pwb.py Format errors, διαστήματα, τελείες)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στόμαχος οι στόμαχοι
      γενική του στομάχου των στομάχων
    αιτιατική τον στόμαχο τους στομάχους
     κλητική στόμαχε στόμαχοι
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στόμαχος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στόμαχος < στόμα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *stomn̥ / *stomen- (στόμα)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στόμαχος αρσενικό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • πλύση στομάχου: (ιατρική) ιατρική πράξη κατά την οποία γίνεται αναρρόφηση όλου του περιεχόμενου του στομάχου, πχ σε περίπτωση κατάποσης τοξικού υγρού

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στόμαχος < στόμα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stomn̥ / *stomen- (στόμα) + -χος < πιθανόν προελληνική

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στόμαχος αρσενικό