śródziemnomorski

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

śródziemnomorski (pl)

  1. μεσογειακός
    we Włoszech panuje klimat śródziemnomorski - στην Ιταλία επικρατεί μεσογειακό κλίμα