εἶ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ει, εἰ, εἷ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εἶ ουδέτερο άκλιτο

  • η αρχαία ονομασία του γράμματος ε

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

εἶ

  1. β΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του εἰμί
  2. β΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του εἶμι