διαμεσολαβητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαμεσολαβητής < διαμεσολαβώ + -τής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διαμεσολαβητής αρσενικό (θηλυκό: διαμεσολαβήτρια)
- (επάγγελμα) αυτός που διαμεσολαβεί