ζήτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
  1. ζήτα < αρχαία ελληνική ζῆτα
  2. ζήτα < ζητώ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ζήτα ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ζήτα θηλυκό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ζήτα

  • β΄ ενικό προστακτικής ενεστώτα του ρήματος ζητώ