καταχρώμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταχρώμαι < καταχράομαι-ῶμαι < κατά + χρῶμαι
Ρήμα
[επεξεργασία]καταχρώμαι (αποθετικό ρήμα)
- σφετερίζομαι χρήματα που δεν μου ανήκουν, κάνω οικονομική κατάχρηση
- κάνω υπερβολική χρήση
- Μην καταχράσαι την υπομονή μου