μῦ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μῦ < φοινικική 𐤌‬‎ (mēm⁠) < πρωτοσημιτική *maʾ- / *may-

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μῦ ουδέτερο άκλιτο

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μῦ < (ηχομιμητική λέξη)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μῦ ουδέτερο άκλιτο