λυσσασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /lisaˈzmenos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λυσ‐σα‐σμέ‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]λυσσασμένος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) που έχει λυσσάξει
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη λύσσα