γλυπτό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γλυπτό | τα | γλυπτά |
γενική | του | γλυπτού | των | γλυπτών |
αιτιατική | το | γλυπτό | τα | γλυπτά |
κλητική | γλυπτό | γλυπτά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γλυπτό ουδέτερο
- Το αποτέλεσμα του γλύφειν: έργο τέχνης που αναπαριστά μια μορφή σε τρεις διαστάσεις.
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γλυπτό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]γλυπτό