ταστιέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ταστιέρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική tastiera
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ταστιέρα θηλυκό
- (μουσική) μπράτσο ή βραχίονας έγχορδου μουσικού οργάνου που έχει τάστα
- το βιολί δεν έχει ταστιέρα, ενώ η κιθάρα, έχει