φαυλότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /faˈvlo.ti.ta/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φαυλότητα θηλυκό
- η αχρειότητα, η ιδιότητα του φαύλου, η ανηθικότητα, η ανεντιμότητα, η ατιμία στη συμπεριφορά
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φαυλότητα