όχημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὄχημα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το όχημα τα οχήματα
      γενική του οχήματος των οχημάτων
    αιτιατική το όχημα τα οχήματα
     κλητική όχημα οχήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
όχημα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὄχημα (κάρο)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈo.çi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ό‐χη‐μα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

όχημα ουδέτερο

  1. μέσο μεταφορών προσώπων ή αντικειμένων
    το ποδήλατο είναι ένα οικονομικό και οικολογικό όχημα
  2. (μεταφορικά) κάθε μέσο που χρησιμοποιούμε για να πετύχουμε κάποιο σκοπό
    με όχημα τη φαντασία...

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]