σκαμνί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκαμνί | τα | σκαμνιά |
γενική | του | σκαμνιού | των | σκαμνιών |
αιτιατική | το | σκαμνί | τα | σκαμνιά |
κλητική | σκαμνί | σκαμνιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκαμνί < μεσαιωνική ελληνική σκαμνί(ον) < ελληνιστική κοινή σκάμνον < λατινική scamnum
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκαμνί ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- καθίζω κάποιον στο σκαμνί: μηνύω, καταγγέλλω κάποιον, τον στέλνω στο δικαστήριο
- κάθομαι στο σκαμνί: λογοδοτώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδί' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)