Äpfel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]Äpfel (de) αρσενικό
- ονομαστική, γενική, και αιτιατική πληθυντικού του Apfel
Äpfel (de) αρσενικό