składać

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

składać (pl)

  1. συγκεντρώνω, συλλέγω
  2. συνθέτω, μαζεύω τα συστατικά και κατασκευάζω κάτι
  3. μαζεύω, διπλώνω (σκηνή, ρούχα κλπ)
  4. συντάσσω (επιστολή, αίτηση κλπ)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]