składać
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]składać (pl)
- συγκεντρώνω, συλλέγω
- συνθέτω, μαζεύω τα συστατικά και κατασκευάζω κάτι
- μαζεύω, διπλώνω (σκηνή, ρούχα κλπ)
- συντάσσω (επιστολή, αίτηση κλπ)