unanimously

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός unanimously
συγκριτικός more unanimously
υπερθετικός most unanimously

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
unanimously < unanimous + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

unanimously (en)

  • ομόφωνα
    The proposal was unanimously accepted.
    Η πρόταση έγινε ομόφωνα αποδεκτή.