unanswered

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
unanswered < un- + answered

Επίθετο

[επεξεργασία]

unanswered (en) (χωρίς παραθετικά)