underestimate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
underestimate < under- + estimate

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
underestimate underestimates

underestimate (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η υποτίμηση, μια εκτίμηση για κάτι που είναι πολύ χαμηλό
    an underestimate of the opponent/the dangers - υποτίμηση του αντιπάλου/των κινδύνων
     συνώνυμα: underestimation
ενεστώτας underestimate
γ΄ ενικό ενεστώτα underestimates
αόριστος underestimated
παθητική μετοχή underestimated
ενεργητική μετοχή underestimating

underestimate (en)

  • υποτιμώ, δεν αντιλαμβάνομαι πόσο καλός, δυνατός, αποφασιστικός, δύσκολος κτλ. είναι κάποιος ή κάτι πραγματικά
    I think that we underestimated our opponents.
    Νομίζω ότι υποτιμήσαμε τους αντιπάλους μας.
    I underestimated his abilities.
    Υποτίμησα τις ικανότητές του.
    Don’t underestimate my intelligence.
    Μην υποτιμάς τη νοημοσύνη μου.