vomissement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
vomissement < vomir

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vɔ.mis.mɑ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
vomissement vomissements

vomissement (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]