porcherie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
porcherie porcheries

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

porcherie (fr) θηλυκό

  1. το χοιροστάσιο
  2. το αχούρι