pan

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pan pans

pan (en)

  1. (κουζινικά) το τηγάνι, το ταψί, το φόρμα, ρηχή κατσαρόλα, ένα δοχείο, συνήθως από μέταλλο, με λαβή ή λαβές, που χρησιμοποιείται για το μαγείρεμα φαγητού
    a frying pan - τηγάνι
    a cast iron pan - τηγάνι από μαντέμι
    an aluminum/pyrex pan - ταψί από αλουμίνιο/από πυρέξ
    an aluminum oven pan with an enamel coating - ταψί φούρνου αλουμινίου με εμαγιέ επίστρωση
    They’re greasing the pan so it doesn’t stick.
    Λαδώνουν το ταψί για να μην κολλάει.
    a rectangular cake baking pan - φόρμα ζαχαροπλαστικής για κέικ ορθογώνια
    bread pans with a non-stick coating - φόρμες ψωμιού με αντικολλητική επίστρωση
    → και δείτε τη λέξη pot
  2. το περιεχόμενο του παραπάνω δοχείου
    He ate a large pan of stuffed tomatoes.
    Έφαγε ένα μεγάλο ταψί ντομάτες γεμιστές.



Μεταγραφή

[επεξεργασία]

pan (rōmaji



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pan (ia)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pan (es) αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pan (oc) αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pan

  • → δείτε τη λέξη pain



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pan (pl) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • χρησιμοποιείται σαν υποκείμενο (γραμματική), σε όλες τις πτώσεις και τους αριθμούς για τον σχηματισμό του πληθυντικού ευγενείας και εν γένει ευγενικής προσφώνησης
    może pan wie co tu się dzieje - ίσως ξέρετε τι συμβαίνει εδώ πέρα (κατά λέξη - ίσως ο κύριος γνωρίζει τι, εδώ, γίνεται)