roślina
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | roślina | rośliny |
γενική | rośliny | roślin |
δοτική | roślinie | roślinom |
αιτιατική | roślinę | rośliny |
οργανική | rośliną | roślinami |
τοπική | roślinie | roślinach |
κλητική | roślino | rośliny |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]roślina (pl) θηλυκό
- το φυτό