corde

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɔʁd/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
corde cordes

corde (fr) θηλυκό

  1. το σκοινί, το σχοινί
  2. η χορδή

Εκφράσεις

[επεξεργασία]



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

corde (la) ουδέτερο