fume
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
fume | fumes |
fume (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]fume (en)
ενικός | πληθυντικός |
fume | fumes |
fume (en)
fume (en)