agrafka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική agrafka agrafki
γενική agrafki agrafek
δοτική agrafce agrafkom
αιτιατική agrafkę agrafki
οργανική agrafką agrafkami
τοπική agrafce agrafkach
κλητική agrafko agrafki

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈɡraf.ka/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

agrafka (pl) θηλυκό