anonymity

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

anonymity (en) (μη μετρήσιμο)

  • η ανωνυμία
    I retain my anonymity.
    Κρατάω την ανωνυμία μου.