apteka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]apteka (pl) < λατινική apotheca < αρχαία ελληνική ἀποθήκη
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]apteka (pl) θηλυκό
- το φαρμακείο