absorbed

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

absorbed (en)

Επίθετο

[επεξεργασία]

absorbed (en)

  1. απορροφημένος (π.χ. στις σκέψεις του)
     συνώνυμα: engrossed
  2. απορροφημένος από ένα πορώδες υλικό η μη ανακλώμενη ακτινοβολία (για φως, ακτίνες), το μη ανακλώμενο χρώμα
     συνώνυμα: imbibed (βοτανική)