absorbed
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]absorbed (en)
Επίθετο
[επεξεργασία]absorbed (en)
- απορροφημένος (π.χ. στις σκέψεις του)
- απορροφημένος από ένα πορώδες υλικό η μη ανακλώμενη ακτινοβολία (για φως, ακτίνες), το μη ανακλώμενο χρώμα