acore

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
acore acores

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

acore (fr) αρσενικό

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]