active
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | active |
συγκριτικός | more active |
υπερθετικός | most active |
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]active (en)
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- activate & σύνθετα
- activity
- inactive
- inactivity
→ και δείτε τη λέξη act
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]active (fr)