bimensuel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bimensuel | bimensuels |
θηλυκό | bimensuelle | bimensuelles |
bimensuel (fr) αρσενικό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bimensuel | bimensuels |
bimensuel (fr) αρσενικό