keyboardist

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

keyboardist < keyboard + -ist

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

(μουσική)
ενικός αριθμός: keyboardist (en)
πληθυντικός αριθμός: keyboardists (en)

  • ο αρμονιστής, η αρμονίστρια
  • ο πληκτράς, η πληκτρού
  • ο κιμπορντίστας, η κιμπορντίστρια
  • ο κιμπορντάς, η κιμπορντού