intended

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɪnˈtɛndɪd/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

intended (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. επιδιωκόμενος
    the intended result - το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα
  2. που προορίζεται
    This dictionary is intended for Greek speakers who are learning English.
    Αυτό το λεξικό προορίζεται για τους Έλληνες που μαθαίνουν αγγλικά.

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

intended (en)