nauseating

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

nauseating (en)

  1. που προκαλεί ναυτία ή εμετό
  2. εμετικός
    nauseating comments - εμετικά σχόλια