miesto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Σλοβακικά (sk)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]miesto (sk) ουδέτερο
Επίρρημα
[επεξεργασία]miesto (sk)
- αντί, αντί του/της
miesto (sk) ουδέτερο
miesto (sk)