malacologie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ma.la.kɔ.lɔ.ʒi/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
malacologie malacologies

malacologie (fr) θηλυκό