English

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɪŋ.ɡlɪʃ/

Επίθετο

[επεξεργασία]

English (en)

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

English (en)

  1. (γλώσσα) (μόνο στον ενικό, αντί πληθυντικού: variety of English) τα αγγλικά, η αγγλική γλώσσα
    Is your English good?
    Είναι καλά τα αγγλικά σου;
    the English speakers of Canada - οι αγγλόφωνοι του Καναδά
  2. (εθνικό όνομα) οι Άγγλοι, ο λαός της Αγγλίας
     συνώνυμα: Englishmen, Englishwomen
  3. επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
English < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

English αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
English < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

English αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [3]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
English < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

English αρσενικό ή θηλυκό

  • Louis Duchesne, Les noms de famille au Québec : aspects statistiques et distribution spatiale, Institut de la statistique du Québec, 2006, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [4]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
English < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

English αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [5]