Ετυμολογία

επεξεργασία

accommodation < λατινική accommodatio

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
accommodation accommodations

accommodation (en)

  1. η στέγαση
  2. το κατάλυμα
  3. (για το μάτι) προσαρμογή εστίασης του φακού και τις ίριδας

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία

accommodation < λατινική accommodatio

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.kɔ.mɔ.da.sjɔ̃/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
accommodation accommodations

accommodation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία