ενικός         πληθυντικός  
abductor abductors

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

abductor (en)

  1. ο απαγωγέας
     συνώνυμα: kidnapper
  2. (ανατομία) απαγωγός

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη abduct