Βρετανικός αποικισμός της Αμερικής

Ο βρετανικός αποικισμός της Αμερικής περιλαμβάνει την ιστορία της επιβολής ελέγχου, εγκατάστασης και αποαποικιοποίησης των ηπείρων της Αμερικής από το Βασίλειο της Αγγλίας, το Βασίλειο της Σκωτίας και, μετά από την ένωση αυτών των δύο χωρών το 1707, το Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας. Οι πρώτες προσπάθειες αποικισμού από το Βασίλειο της Αγγλίας άρχισαν τον 16ο αιώνα, όμως η πρώτη μόνιμη βρετανική αποικία αποτελεί το Τζέιμσταουν, που ιδρύθηκε το 1607. Κατά τη διάρκεια των επόμενων αιώνων ιδρύθηκαν πολλές αποικίες στη Βόρεια Αμερική, την Κεντρική Αμερική, τη Νότια Αμερική και τα νησιά της Καραϊβικής. Αν και οι περισσότερες πρώην βρετανικές αποικίες στην Αμερική απέκτησαν τελικά την πλήρη ανεξαρτησία τους, μερικές αποφάσισαν να παραμείνουν κάτω από τη δικαιοδοσία της Βρετανίας ως Βρετανικά Υπερπόντια Εδάφη.

Η Βόρεια Αμερική κατοικούνταν για αιώνες πριν τη διεξαγωγή της αποστολής του Χριστόφορου Κολόμβου το 1492 από ιθαγενείς πληθυσμούς. Η αγγλική εξερεύνηση της ηπείρου ξεκίνησε στα τέλη του 15ου αιώνα, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η ίδρυση από τον Ουόλτερ Ράλεϊ της βραχύβιας αποικίας Ρόανοου το 1585. Με την ίδρυση του Τζέιμσταουν, στον Κόλπο Τσέζαπικ, οι Άγγλοι ίδρυσαν την πρώτη επιτυχημένη μόνιμη αποικία τους στη Βόρεια Αμερική, που εξελίχθηκε στην πρωτεύουσα της Αποικίας της Βιρτζίνια. Το 1620, μια ομάδα Πουριτανών ίδρυσε μια δεύτερη μόνιμη αποικία στις ακτές του Κέιπ Κοντ και ακολούθησαν αρκετές άλλες αγγλικές αποικίες στη Βόρεια Αμερική, κατά τη διάρκεια του 17ου και 18ου αιώνα. Με την έκδοση ενός βασιλικού διατάγματος, η Εταιρεία του Κόλπου του Χάντσον ίδρυσε τη Γη του Ρούπερτ στη λεκάνη απορροής του Κόλπου Χάντσον. Οι Άγγλοι ίδρυσαν ή κατέκτησαν επίσης αρκετές αποικίες στην Καραϊβική, συμπεριλαμβανομένων του Μπαρμπάντος και της Τζαμάικα.

Η Αγγλία κατέλαβε την ολλανδική αποικία της Νέας Ολλανδίας, κατά τη διάρκεια των Αγγλο-Ολλανδικών Πολέμων των μέσων του 17ου αιώνα, αφήνοντας έτσι τη Βόρεια Αμερική διαιρεμένη μεταξύ της Αγγλικής, Ισπανικής και Γαλλικής Αυτοκρατορίας. Μετά από δεκαετίες πολέμου με τη Γαλλία, η Βρετανία πήρε τον έλεγχο της γαλλικής αποικίας του Καναδά, καθώς και αρκετών εδαφών της Καραϊβικής, το 1763. Με τη βοήθεια της Γαλλίας και της Ισπανίας, πολλές από τις βορειοαμερικανικές αποικίες απέκτησαν την ανεξαρτησία τους από τη Βρετανία, μέσα από τη νίκη τους κατά την Αμερικανική Επανάσταση (1775–1783). Οι ιστορικοί μερικές φορές αναφέρονται στη Βρετανική Αυτοκρατορία μετά το 1783 ως η "Δεύτερη Βρετανική Αυτοκρατορία". Την περίοδο αυτή, η Βρετανία επικεντρώθηκε περισσότερο στην επέκταση στην Ασία και την Αφρική, δίνοντας περισσότερη έμφαση στο εμπόριο. Παρόλα αυτά, η Βρετανία συνέχισε να αποικίζει τμήματα της Αμερικής κατά τον 19ο αιώνα, αναλαμβάνοντας τον έλεγχο της Βρετανικής Κολομβίας και ιδρύοντας τις αποικίες των Νήσων Φώκλαντ και της Βρετανικής Ονδούρας. Η Βρετανία απέκτησε επίσης τον έλεγχο αρκετών αποικιών, συμπεριλαμβανομένου του Τρινιντάντ και της Βρετανικής Γουιάνας, μετά την ήττα της Γαλλίας στους Ναπολεόντειους Πολέμους.

Στα μέσα του 19ου αιώνα, η Βρετανία ξεκίνησε μια διαδικασία χορήγησης αυτοδιοίκησης στις αποικίες που διέθετε στη Βόρεια Αμερική. Οι περισσότερες από αυτές τις αποικίες προσχώρησαν στη Συνομοσπονδία του Καναδά, κατά τη δεκαετία του 1860 και του 1870, αν και η Νέα Γη προσχώρησε το 1949. Ο Καναδάς απέκτησε πλήρη αυτονομία μετά την ψήφιση του Καταστατικού του Ουέστμινστερ το 1931, αν και διατήρησε διάφορους δεσμούς με τη Βρετανία και εξακολουθεί να αναγνωρίζει τον Βρετανό μονάρχη ως τον αρχηγό του κράτους. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου οι περισσότερες από τις υπόλοιπες βρετανικές αποικίες στην Αμερική κέρδισαν την ανεξαρτησία τους, μεταξύ 1962 και 1983. Πολλές από τις πρώην βρετανικές αποικίες αποτελούν μέρος της Κοινοπολιτείας των Εθνών, μιας πολιτικής ένωσης που αποτελείται κυρίως από πρώην αποικίες της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.

Πρώιμος αποικισμός, 1607–1630

Επεξεργασία
 
Ο Βασιλιάς Ιάκωβος Α΄ της Αγγλίας, προς τιμήν του οποίου ονομάστηκε η πρώτη μόνιμη αγγλική εγκατάσταση στη Βόρεια Αμερική, το Τζέιμσταουν.

Το 1606, ο Βασιλιάς Ιάκωβος Α΄ της Αγγλίας εξουσιοδότησε με βασιλικά διατάγματα την Εταιρεία του Πλίμουθ και την Εταιρεία του Λονδίνου να ιδρύσουν μόνιμες εγκαταστάσεις στη Βόρεια Αμερική. Το 1607, η Εταιρεία του Λονδίνου ίδρυσε μια μόνιμη αποικία, το Τζέιμσταουν στον Κόλπο Τσέζαπικ, όμως η αποικία Πόφαμ της Εταιρείας του Πλίμουθ σύντομα καταλήθηκε. Οι άποικοι στο Τζέιμσταουν αντιμετώπισαν ακραίες αντιξοότητες και μέχρι το 1617 υπήρχαν μόνο 351 επιζώντες από τους 1700 αποίκους, που είχαν μεταφερθεί αρχικά στο Τζέιμσταουν.[1] Όταν οι άποικοι της Βιρτζίνια ανακάλυψαν την αποδοτικότητα της καλλιέργειας του καπνού, ο πληθυσμός του οικισμού αυξήθηκε από 400 αποίκους το 1617 σε 1240 αποίκους το 1622. Εν τω μεταξύ η Εταιρεία του Λονδίνου χρεοκόπησε λόγω των αψιμαχιών με ιθαγενείς της περιοχής, αναγκάζοντας το αγγλικό στέμμα να αναλάβει τον άμεσο έλεγχο της Αποικίας της Βιρτζίνια.[2] Το 1609, ένα αγγλικό πλοίο που ταξίδευε προς τη Βιρτζίνια ναυάγησε κοντά στις ακτές του νησιού Βερμούδες· αν και το πλήρωμα τελικώς σώθηκε, η Αγγλία στη συνέχεια αποίκισε τις Βερμούδες και ίδρυσε εκεί την Πόλη του Αγίου Γεωργίου. [3] Μεταξύ των τελών της δεκαετίας του 1610 και της Αμερικανικής Επανάστασης, οι Βρετανοί απέστειλαν περίπου 50.000 έως 120.000 κατάδικους τους στις αμερικανικές αποικίες τους.[4]

Εν τω μεταξύ, το Συμβούλιο του Πλίμουθ για τη Νέα Αγγλία χρηματοδότησε διάφορα προγράμματα αποικισμού, συμπεριλαμβανομένης μιας αποικίας που ιδρύθηκε από μια ομάδα Άγγλων Πουριτανών, το Πλίμουθ της Μασαχουσέτης.[5] Οι Πουριτανοί υιοθέτησαν ένα είδος καλβινιστικού Προτεσταντισμού και κήρυξαν την ανεξαρτησία τους από την Εκκλησία της Αγγλίας.[6] Οι λεγόμενοι «Προσκυνητές» του Πλίμουθ πέθαναν σε ποσοστό περίπου 50%, λόγω του εξαιρετικά αντίξοου χειμώνα που πέρασσαν. Το 1621, η αποικία του Πλίμουθ σύναψε μια συμμαχία με τη γειτονική φυλή ιθαγενών Wampanoag, η οποία βοήθησε την αποικία να υιοθετήσει αποτελεσματικές γεωργικές πρακτικές και να ασχοληθεί με το εμπόριο γούνας και άλλων υλικών.[7] Λίγο βορειότερα, οι Άγγλοι ίδρυσαν επίσης την Αποικία της Νέας Γης, η οποία επικεντρώθηκε κυρίως στην αλιεία γάδου.[8]

Στο χώρο της Καραϊβικής δημιουργήθηκαν ορισμένες από τις σημαντικότερες και πιο προσοδοφόρες αποικίες της Αγγλίας, παρότι οι αρχικές προσπάθειες για ίδρυση αποικιών εκεί απέτυχαν.[9] Μια προσπάθεια δημιουργίας μιας αποικία στη Γουιάνα, το 1604, διήρκεσε μόνο δύο χρόνια και απέτυχε στον κύριο στόχο της να βρει κοιτάσματα χρυσού.[10] Επίσης, αποικίες στην Αγία Λουκία (1605) και τη Γρενάδα (1609) γρήγορα έπαυσαν να υπάρχουν.[11] Ενθαρρυμένος από την επιτυχία της Βιρτζίνια, ο Βασιλιάς Κάρολος Α΄ χορήγησε το 1627 με διάταγμα στην Εταιρεία Μπαρμπάντος το δικαίωμα ίδρυσης μιας αποικίας στο ακατοίκητο τότε νησί της Καραϊβικής, το σημερινό Μπαρμπάντος, που πήρε το όνομά του από την Εταιρεία. Οι πρώτοι άποικοι απέτυχαν στις προσπάθειές τους να καλλιεργήσουν καπνό, αλλά είχαν μεγάλη επιτυχία στην καλλιέργεια ζάχαρης.[9]

Ανάπτυξη αποικιών (1630–1689)

Επεξεργασία

Αποικίες των Δυτικών Ινδιών

Επεξεργασία

Η επιτυχία των προσπαθειών αποικισμού στο Μπαρμπάντος ενθάρρυνε την ίδρυση περισσότερων αποικιών στην Καραϊβική. Μέχρι το 1660 η Αγγλία είχε ιδρύσει αποικίες ζάχαρης στον Άγιο Χριστόφορο, την Αντίγκουα, το Νέβις και το Μοντσερράτ, ενώ το 1648 ξεκίνησε ο αγγλικός αποικισμός των Μπαχαμών με την ίδρυση μιας αποικίας στο νησί της Ελεύθερας από μια ομάδα Πουριτανών.[9] Η Αγγλία ίδρυσε άλλη μία αποικία ζάχαρης το 1655 μετά την επιτυχή εισβολή της στην Τζαμάικα, κατά τη διάρκεια του Αγγλο-Ισπανικού Πολέμου.[12] Η Ισπανία αναγνώρισε την αγγλική κατοχή της Τζαμάικα και των Νησιών Κέιμαν με τη Συνθήκη της Μαδρίτης του 1670. Το 1670, η Αγγλία κατέλαβε την Τορτόλα από τους Ολλανδούς και, στη συνέχεια, απέκτησε τον έλεγχο των κοντινών νησιών Ανεγκάντα και Βίρτζιν Γκόρντα, που θα αποτελέσουν αργότερα τις Βρετανικές Παρθένες Νήσους. Κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα, οι αποικίες ζάχαρης υιοθέτησαν το σύστημα των φυτειών ζάχαρης των Πορτογάλων της Βραζιλίας και το οποίο εξαρτιόταν από τη δουλεία.[13] Μέχρι την κατάργηση του εμπορίου σκλάβων, το 1807, η Βρετανία μετέφερε 3,5 εκατομμύρια Αφρικανούς σκλάβους στην Αμερική, το ένα τρίτο δηλαδή του συνόλου των σκλάβων που μεταφέρθηκαν μέσω του Ατλαντικού στην Αμερική.[14] Πολλοί από τους σκλάβους συλλήφθηκαν από τη Βασιλική Αφρικανική Εταιρεία στη Δυτική Αφρική, αν και άλλοι προήλθαν από τη Μαδαγασκάρη.[15] Αυτοί οι σκλάβοι σύντομα αποτέλεσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού στις αποικίες της Καραϊβικής, όπως στα νησιά Μπαρμπάντος και Τζαμάικα, στα οποία καθιερώθηκαν αυστηροί κώδικες σκλάβων, εν μέρει για να αποτρέψουν εξεγέρσεις τους.[16]

Ίδρυση των Δεκατριών Αποικιών

Επεξεργασία

Αποικίες της Νέας Αγγλίας

Επεξεργασία

Μετά την επιτυχία των Αποικιών του Τζέιμσταουν και του Πλίμουθ, περισσότερες αγγλικές ομάδες δημιούργησαν εγκαταστάσεις στην περιοχή που έγινε γνωστή ως Νέα Αγγλία. Το 1629, μια νέα ομάδα Πουριτανών με επικεφαλής τον Τζον Γουίνθροπ ίδρυσε την Αποικία του Κόλπου της Μασαχουσέτης, ενώ γύρω στο 1635 περίπου δέκα χιλιάδες Άγγλοι έποικοι ζούσαν στην περιοχή μεταξύ του ποταμού Κονέκτικατ και του ποταμού Κενέμπεκ.[17] Μετά την ήττα της φυλής Πέκουοτ, Πουριτανοί άποικοι ίδρυσαν την Αποικία του Κονέκτικατ στην περιοχή που προηγουμένως ήλεγχαν οι Πέκουοτ.[18] Η Αποικία του Ρόουντ Άιλαντ και των Φυτειών του Πρόβιντενς ιδρύθηκε από τον Ρότζερ Γουίλιαμς, ένα Πουριτανό ηγέτη ο οποίος εξορίστηκε από την Αποικία του Κόλπου της Μασαχουσέτης, όταν υποστήριξε μια επίσημη διάσπαση με την Εκκλησία της Αγγλίας.[19] Δεδομένου ότι η Νέα Αγγλία ήταν μια σχετικά κρύα και άγονη περιοχή, οι αποικίες της Νέας Αγγλίας στηρίχθηκαν στην αλιεία και το εμπόριο μεγάλων αποστάσεων για να διατηρήσουν την οικονομία τους.[20]

Νότιες Αποικίες

Επεξεργασία

Το 1632, ο Σέσιλ Κάλβερτ ίδρυσε την Επαρχία του Μέριλαντ στα βόρεια της Βιρτζίνια.[21] Το Μέριλαντ και η Βιρτζίνια έγιναν γνωστές ως Αποικίες του Τσέσαπικ και βίωσαν παρόμοια οικονομική και μεταναστευτική δραστηριότητα.[22] Αν και ο Κάλβερτ και οι απόγονοί του επιθυμούσαν η αποικία τους να αποτελέσει ένα καταφύγιο για τους Καθολικούς, εγκαταστάθηκαν εκεί κυρίως Προτεστάντες μετανάστες, πολλοί από τους οποίους περιφρόνησαν την πολιτική της οικογένειας Κάλβερτ περί θρησκευτικής ανεκτικότητας.[23] Στα μέσα του 17ου αιώνα, οι Αποικίες του Τσέσαπικ, εμπνευσμένες από την επιτυχία της δουλείας στο Μπαρμπάντος, ξεκίνησαν τη μαζική εισαγωγή Αφρικανών σκλάβων. Αν και πολλοί από τους πρώτους σκλάβους τελικά κέρδισαν την ελευθερία τους, μετά το 1662 η Βιρτζίνια υιοθέτησε μια πολιτική που έδινε ιδιότητα σκλάβου από μητέρα σε παιδί και παραχώρησε στους ιδιοκτήτες σκλάβων σχεδόν πλήρη κυριαρχία της ανθρώπινης υπόστασής τους.[24]

Ενθαρρυμένος από την εμφανή αδυναμία της ισπανικής διοίκησης στη Φλόριντα, ο καλλιεργητής από το Μπαρμπάντος Τζον Κόλετον μαζί με επτά άλλους υποστηρικτές του Βασιλιά Καρόλου Β΄ της Αγγλίας ίδρυσαν το 1663 την Επαρχία της Καρολίνας.[25] Πολλοί Άγγλοι του Μπαρμπάντος εγκαταστάθηκαν στην πόλη Τσάρλεστον, που ονομάστηκε προς τιμήν του Βασιλιά Καρόλου Β΄.[26] Το 1729, μετά τον Πόλεμος των Γιαμάσι, η Καρολίνα χωρίστηκε στις βασιλικές αποικίες της Βόρειας Καρολίνας και της Νότιας Καρολίνας.[27] Οι αποικίες του Μέριλαντ, της Βιρτζίνια, της Βόρειας Καρολίνας και της Νότιας Καρολίνας (καθώς και της Επαρχίας της Γεωργίας, η οποία ιδρύθηκε το 1732) έγιναν γνωστές ως Νότιες Αποικίες.

Μέσες Αποικίες

Επεξεργασία
 
Ο Ιάκωβος Β΄ ίδρυσε την Αποικία της Νέας Υόρκης και την Κτήση της Νέας Αγγλίας.

Από το 1609, Ολλανδοί έμποροι είχαν δημιουργήσει σταθμούς εμπορίας γούνας κατά μήκος του ποταμού Χάντσον, του ποταμός Ντέλαγουερ και του ποταμού Κονέκτικατ, δημιουργώντας τελικά την αποικία Νέα Ολλανδία, με πρωτεύουσα αυτής το Νέο Άμστερνταμ.[28] Το 1657, η Νέα Ολλανδία επεκτάθηκε, μέσω της κατάκτησης της αποικίας Νέα Σουηδία, με επίκεντρο την Κοιλάδα του Ντέλαγουερ.[29] Παρά την εμπορική της επιτυχία, η Νέα Ολλανδία απέτυχε να προσελκύσει το ίδιο επίπεδο εποικισμού σε σχέση με τις αγγλικές αποικίες.[30] Το 1664, κατά τη διάρκεια μιας σειράς πολέμων μεταξύ των Άγγλων και των Ολλανδών, ο Άγγλος αξιωματικός Ρίτσαρντ Νίκολς κατέλαβε τη Νέα Ολλανδία.[31] Οι Ολλανδοί απέκτησαν τον έλεγχο μέρους της Νέας Ολλανδίας για ένα σύντομο διάστημα, κατά τον Γ΄ Αγγλο-Ολλανδικό Πόλεμο, αλλά με τη Συνθήκη του Ουέστμινστερ παραιτήθηκαν από τα δικαιώματά τους επί των εδαφών αυτών, τερματίζοντας έτσι την ολλανδική αποικιακή παρουσία στη Βόρεια Αμερική.[32] Το 1664, ο Δούκας της Υόρκης, μετέπειτα Βασιλιάς Ιάκωβος Β΄ της Αγγλίας, απέκτησε τον έλεγχο των αποικιών βόρεια του ποταμού Ντέλαγουερ. Δημιούργησε, έτσι, την Επαρχία της Νέας Υόρκης και μετονόμασε το Νέο Άμστερνταμ σε Νέα Υόρκη.[33] Δημιούργησε επίσης τις επαρχίες Δυτικό Τζέρσεϊ και Ανατολικό Τζέρσεϊ, των οποίων τη διοίκηση παραχώρησε στον Τζον Μπέρκλεϊ και τον Τζορτζ Κάρτερετ αντίστοιχα.[34] Το Ανατολικό Τζέρσεϊ και το Δυτικό Τζέρσεϊ ενοποιήθηκαν αργότερα σχηματίζοντας την Επαρχία του Νιου Τζέρσεϊ (1702).[35]

Ο Κάρολος Β΄ αντάμειψε τον Γουίλιαμ Πεν, γιο του διακεκριμένου ναυάρχου Γουίλιαμ Πεν, με τη γη που βρισκόταν μεταξύ του Μέριλαντ και των επαρχιών του Τζέρσεϊ. Ο Πεν ονόμασε αυτή τη γη Επαρχία της Πενσυλβάνια[36] Ο Πεν έλαβε επίσης, με μορφή ενοικίασης, την Αποικία του Ντέλαγουερ, η οποία απέκτησε το δικό της νομοθετικό σώμα το 1701.[37] Όντας ένας ευσεβής Κουάκερος, ο Πεν προσπάθησε να δημιουργήσει ένα καταφύγιο θρησκευτικής ανοχής στο Νέο Κόσμο.[37] Η Πενσυλβάνια προσέλκυσε Κουάκερους, καθώς και άλλους αποίκους από όλη την Ευρώπη και η πόλη Φιλαδέλφεια γρήγορα εξελίχθηκε σε μια ακμάζουσα πόλη-λιμάνι.[38] Με την εύφορη και φθηνή γη της, η Πενσυλβάνια έγινε ένας από τους πιο ελκυστικούς προορισμούς για μετανάστες κατά τα τέλη του 17ου αιώνα.[39] Η Νέα Υόρκη, η Πενσυλβάνια, το Νιου Τζέρσεϋ και το Ντέλαγουερ έγιναν γνωστά ως Μέσες Αποικίες.[40]

Εταιρεία του Κόλπου Χάντσον

Επεξεργασία

Το 1670, ο Βασιλιάς Κάρολος Β΄ με βασιλικό διάταγμα παρέδωσε στην Εταιρεία του Κόλπου Χάντσον (HBC) το μονοπώλιο εμπορίας γούνας στη Βόρεια Αμερική και συγκεκριμένα στην περιοχή της Γης του Ρούπερτ. Οχυρά και εμπορικοί σταθμοί που ιδρύθηκαν από την Εταιρεία αποτέλεσαν πολλές φορές στόχο επιθέσεων από τους Γάλλους.[41]

Επέκταση και σύγκρουση, 1689–1763

Επεξεργασία

Επέκταση του αποικισμού στη Βόρεια Αμερική

Επεξεργασία

Αφού διαδέχθηκε τον αδελφό του το 1685, ο Βασιλιάς Ιάκωβος Β΄, με τη βοήθεια του Έντμουντ Άντρος, επεδίωξε να διεκδικήσει τον έλεγχο επί των αποικιακών υποθέσεων.[42] Ο Ιάκωβος καθαιρέθηκε έπειτα από την Ένδοξη Επανάσταση του 1688 και στο θρόνο ανέβηκε ο Γουλιέλμος Γ΄ και η Μαρία Β΄.[43] Οι δύο συμβασιλείς αποκατέστησαν πολλές από τις αποικιακές πολιτικές του Ιακώβου, συμπεριλαμβανομένων των εμπορικών Πράξεων Ναυσιπλοΐας και του Εμπορικού Συμβουλίου.[44] Η Αποικία του Κόλπου της Μασαχουσέτης, η Αποικία του Πλίμουθ και η Επαρχία του Μέιν ενσωματώθηκαν στην Επαρχία του Κόλπου της Μασαχουσέτης και η Νέα Υόρκη, μαζί με την Αποικία του Κόλπου της Μασαχουσέτης, αναδιοργανώθηκαν ως βασιλικές αποικίες, με έναν κυβερνήτη διορισμένο από το στέμμα.[45] Το Μέριλαντ, στο οποίο είχε ξεσπάσει μια εξέγερση ενάντια στην οικογένεια Κάλβερτ, έγινε επίσης βασιλική αποικία, αν και οι Κάλβερτ διατήρησαν ένα μεγάλο μέρος της γης που κατείχαν και τα έσοδα της αποικίας.[46] Ακόμη και οι αποικίες που λειτουργούσαν βάση καταστατικών χαρτών ή ιδιοκτησιακών εγγράφων αναγκάστηκαν να αποδεχτούν τον αυξανόμενο βασιλικό έλεγχο.[47]

Με το συνδιασμό της μετανάστευσης, της εισαγωγής σκλάβων και της φυσικής αύξησης του πληθυσμού, ο αποικιακός πληθυσμός στη Βρετανική Βόρεια Αμερική αυξήθηκε ραγδαία κατά τον 18ο αιώνα. Σύμφωνα με τον ιστορικό Άλαν Τέιλορ, ο πληθυσμός των Δεκατριών Αποικιών (οι βρετανικές βορειοαμερικανικές αποικίες που θα αποτελέσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής) ανήλθε σε 1,5 εκατομμύριο το 1750.[48] Πάνω από το 90% των αποίκων ήταν αγρότες ή ζούσαν στην ύπαιθρο, αν και πόλεις όπως η Φιλαδέλφεια, η Νέα Υόρκη, και η Βοστώνη άκμαζαν.[49] Με την ήττα των Ολλανδών και την επιβολή των Πράξεων Ναυσιπλοΐας, οι βρετανικές αποικίες στη Βόρεια Αμερική αποτέλεσσαν μέρος του παγκόσμιου βρετανικού εμπορικού δικτύου. Οι άποικοι εξήγαν τρόφιμα, ξυλεία, καπνό και διάφορους άλλους πόρους ως αντιστάθμισμα για την εισαγωγή τσαγιού, καφέ και ζάχαρης, ανάμεσα σε άλλα προϊόντα.[50] Ιθαγενείς Αμερικανοί, που βρίσκονταν μακριά από τις ακτές του Ατλαντικού, προμήθευσαν τις παράκτες αγορές με γούνα καστόρων και δέρματα ελαφιών, ενώ επιδίωξαν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους με τη διατήρηση μιας ισορροπίας δυνάμεων συμμαχώντας άλλοτε με τους Γάλλους και άλλοτε με τους Άγγλους. μεταξύ των γαλλικών και των αγγλικών.[51] Γύρω στο 1770, η οικονομική παραγωγή των Δεκατριών Αποικιών αποτελούσε το 40% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.[52]

Πριν από το 1660, σχεδόν όλοι οι μετανάστες προς τις αγγλικές αποικίες της Βόρειας Αμερικής είχαν μεταναστεύσει ελεύθερα, αν και οι περισσότεροι ξεπλήρωναν για τη μετάβασή τους με το να γίνονται υπάλληλοι.[53] Οι καλές οικονομικές συνθήκες και η χαλάρωση των θρησκευτικών διώξεων στην Ευρώπη κατέστησαν όλο και πιο δύσκολη την εύρεση εργατικού δυναμικού στις αποικίες κατά τον 17ο και 18ο αιώνα. Εν μέρει λόγω αυτής της έλλειψης προσφοράς εργασίας, ο πληθυσμός των σκλάβων στη βρετανική Βόρεια Αμερική αυξήθηκε δραματικά μεταξύ 1680 και 1750. Η ανάπτυξη αυτή προήλθε από ένα μείγμα αναγκαστικής μετανάστευσης από την Αφρική και λόγω της γεννητικότητας των ομάδων αυτών.[54] Στις Νότιες Αποικίες, οι οποίες βασίζονταν σε μεγαλύτερο βαθμό στην εργασία σκλάβων, άκμασαν οι φυτείες στις οποίες εργάζονταν οι σκλάβοι και πλούτιζαν οι τοπικές ελίτ.[55] Γύρω στο 1775, οι σκλάβοι αποτελούσαν το ένα πέμπτο του πληθυσμού των Δεκατριών Αποικιών, όμως τα ποσοστά τους ήταν κάτω από το 10% του συνολικού πληθυσμού στις Μέσες Αποικίες και στις Αποικίες της Νέας Αγγλίας.[56] Αν και ένα μικρό ποσοστό αγγλικού πληθυσμού μετανάστευσε στη βρετανική Βόρεια Αμερική και μετά από 1700, οι αποικίες προσέλκυσαν πολλούς νέους μετανάστες από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένων Καθολικών από την Ιρλανδία και Προτεσταντών Γερμανών.[57][58][59] Καθώς ο 18ος αιώνας έφτανε στο τέλος του, άποικοι ξεκίνησαν να εγκαθίστανται στην ενδοχώρα των αποικιών και μακριά από την ακτή του Ατλαντικού. Η Πενσυλβάνια, η Βιρτζίνια, το Κονέκτικατ και το Μέριλαντ ανταγωνίστηκαν για τα εδάφη της Κοιλάδας του Ποταμού Οχάιο, λόγω της προσπάθειάς τους να επεκταθούν προς τα δυτικά.[60]

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Richter (2011), pp. 113-115
  2. Richter (2011), pp. 116-117
  3. «Bermuda - History and Heritage». Smithsonian.com. Ανακτήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 2019. 
  4. James Davie Butler, "British Convicts Shipped to American Colonies," American Historical Review (1896) 2#1 pp. 12–33 in JSTOR; Thomas Keneally, The Commonwealth of Thieves, Random House Publishing, Sydney, 2005.
  5. Richter (2011), pp. 152-153
  6. Richter (2011), pp. 178-179
  7. Richter (2011), pp. 153-157
  8. James (1997), pp. 7–8
  9. 9,0 9,1 9,2 James (1997), p. 17
  10. Canny (1998), p. 71
  11. Canny (1998), p. 221
  12. James (1997), pp. 30–31
  13. Lloyd (1996), pp. 22–23.
  14. Ferguson (2004), p. 62
  15. James (1997), p. 24
  16. James (1997), pp. 42–43
  17. Richter (2011), pp. 157-159
  18. Richter (2011), pp. 161-167
  19. Richter (2011), pp. 196-197
  20. Taylor (2016), p. 19
  21. Richter (2011), pp. 262-263
  22. Richter (2011), pp. 203-204
  23. Richter (2011), pp. 303-304
  24. Richter (2011), p. 272
  25. Richter (2011), pp. 236-238
  26. Richter (2011), p. 319
  27. Richter (2011), pp. 323-324
  28. Richter (2011), pp. 138-140
  29. Richter (2011), p. 262
  30. Richter (2011), pp. 215-217
  31. Richter (2011), pp. 248-249
  32. Richter (2011), p. 261
  33. Richter (2011), pp. 247-249
  34. Richter (2011), pp. 249-251
  35. Richter (2011), pp. 252-253
  36. Richter (2011), p. 373
  37. 37,0 37,1 Richter (2011), p. 251
  38. Richter (2011), pp. 357
  39. Richter (2011), pp. 358
  40. McCusker, John J.· Menard, Russell R. (1991). The Economy of British America, 1607-1789. University of North Carolina Press. doi:10.5149/9781469600000_mccusker.16 (inactive 21 Μαΐου 2020). JSTOR 10.5149/9781469600000_mccusker. 
  41. Bucker (2008), p. 25
  42. Richter (2011), pp. 290-294
  43. Richter (2011), pp. 300-301
  44. Richter (2011), pp. 310-311, 328
  45. Richter (2011), pp. 314-315
  46. Richter (2011), p. 315
  47. Richter (2011), pp. 315-316
  48. Taylor (2016), p. 20
  49. Taylor (2016), p. 23
  50. Richter (2011), pp. 329-330
  51. Richter (2011), pp. 332-336
  52. Taylor (2016), p. 25
  53. James (1997), pp. 10–11
  54. Richter (2011), pp. 346-347
  55. Richter (2011), pp. 346–347, 351-352
  56. Taylor (2016), p. 21
  57. Taylor (2016), pp. 18-19
  58. Richter (2011), pp. 360
  59. Richter (2011), pp. 362
  60. Richter (2011), pp. 373-374

Βιβλιογραφία

Επεξεργασία