administration

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
administration administrations

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
administration < λατινική administratio

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

administration (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
administration administrations

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
administration < λατινική administratio

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ad.mi.nis.tʁa.sjɔ̃/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

administration (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]