καμηλοπάρδαλη

Étymologie

modifier
Du grec ancien καμηλοπάρδαλις, kamêlopárdalis.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  καμηλοπάρδαλη οι  καμηλοπαρδάλεις
Génitif της  καμηλοπάρδαλης
καμηλοπαρδάλεως
των  καμηλοπαρδάλεων
Accusatif τη(ν)  καμηλοπάρδαλη τις  καμηλοπαρδάλεις
Vocatif καμηλοπάρδαλη καμηλοπαρδάλεις

καμηλοπάρδαλη (kamilopárdhali) \ka.mi.lɔ.ˈpaɾ.ða.li\ féminin

 
Καμηλοπάρδαλη
  1. Girafe